Παθήσεις αορτής
Ανατομία αορτής
Η αορτή, ξεκινώντας από την αριστερή κοιλία της καρδιάς, είναι η μεγαλύτερη αρτηρία του σώματος μας, πού σαν ελαστικός σωληνωτός αγωγός μεταφέρει, με τους διαφόρους κλάδους της, αίμα σε όλο το σώμα μας. Η προς τα εμπρός κίνηση του αίματος εξασφαλίζεται με τη συστολή της καρδίας και την παρεμβολή μιας κατευθύνσεως βαλβίδας (αορτική βαλβίδα) μεταξύ αριστερής κοιλίας και αορτής.
Η αορτή διακρίνεται σε ρίζα αορτής (το πρώτο τμήμα της), ανιούσα αορτή, αορτικό τόξο, πού δίνει αίμα στα αγγεία του εγκεφάλου και των άνω ακρών, και την κατιούσα θωρακική αορτή. Συνεχίζει την πορεία της δια του διαφράγματος στην κοιλιά (κοιλιακή αορτή) πού δίνει αίμα στα κάτω άκρα. Θα έπρεπε να σημειωθεί ότι ή κατιούσα θωρακική και κοιλιακή αορτή δίνει, επίσης, αίμα και στο νωτιαίο μυελό.
Χειρουργικές παθήσεις της αορτής
Οι κύριες χειρουργικές παθήσεις της αορτής είναι:
1) Τα ανευρύσματα, τα όποια εάν θέλουμε να δώσουμε έναν ορισμό, είναι ή μόνιμη εντοπισμένη, η σε μεγαλύτερη έκταση, διάταση (ξεχείλωμα-μπαλλόνιασμα) της αορτής.
2) Άλλη πάθηση της αορτής, ή οποία μπορεί να γίνει και ανεύρυσμα, είναι ο διαχωρισμός (σκίσιμο) της αορτής πού αποτελεί μία οξεία βαριά, καταστροφική πάθηση του καρδιαγγειακού συστήματος. Οι δυο σημαντικότεροι παράγοντες του αορτικού διαχωρισμού είναι ή υπέρταση και ή εκφύλιση του μέσου χιτώνα του τοιχώματος της αορτής από κάποιο συγγενές νόσημα. Άλλοι παράγοντες μπορεί να είναι ή εγκυμοσύνη (ιδιαίτερα κατά το τρίτο τρίμηνο της κύησης) και ο τοκετός.
Κύριο σύμπτωμα του διαχωρισμού είναι ο πόνος πού είναι οξύς (σαν πυρωμένο ξίφος} και υψηλής έντασης από την έναρξη του και ο όποιος μπορεί να "μεταναστεύει" π.χ. από μπροστά στο στήθος προς τα πίσω στην πλάτη και να φτάνει, πολλές φορές, στην κοιλιά μέχρι κάτω στα πόδια). Επίσης, πόνος στο στήθος πού δε συνοδεύεται από παθολογικό ηλεκτροκαρδιογράφημα (έμφραγμα), αποτελεί πιθανή ένδειξη διαχωρισμού (υπάρχει δε πιθανότητα να συνυπάρχει συνδυασμός διαχωρισμού και παθολογικού ευρήματος στο ηλεκτροκαρδιογράφημα).
Οι διαχωρισμοί ταξινομούνται κατά DeBakey σε Ι, II και ΠΙ τύπο. Ο διαχωρισμός κατά DeBakey Ι αρχίζει λίγο πάνω από την αορτική βαλβίδα και καταλήγει κάπου στην κατιούσα θωρακική αορτή ή στην κοιλιακή αορτή. Ό διαχωρισμός τύπου II κατά DeBakey αρχίζει λίγο πάνω από την αορτική βαλβίδα και καταλήγει λίγο πριν το αορτικό τόξο. Ο διαχωρισμός τύπου III κατά DeBakey αρχίζει αμέσως μετά την αρτηρία του αριστερού άνω άκρου και καταλήγει κάπου στην κατιούσα θωρακική ή στην κοιλιακή αορτή. Οι διαχωρισμοί τύπου Ι και II πρέπει να χειρουργούνται αμέσως. Ο τύπος III μπορεί, στην πλειονότητα τους, να αντιμετωπιστούν φαρμακευτικά, αν δεν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι να γίνει διαφορετικά.
3) Άλλη χειρουργική πάθηση της αορτής είναι η τραυματική ρήξη της αορτής πού την ονομάζουμε και ψευδοανεύρυσμα (συνήθως από τροχαίο ατύχημα-μετωπική σύγκρουση ή πτώση από ύψος η έκρηξη μεγάλης ισχύος πλησίον ενός ατόμου). Σ' ένα μεγάλο ποσοστό, άνω του 85%-90%, ο θάνατος επέρχεται στον τόπο του δυστυχήματος. Ένα μικρό ποσοστό των ασθενών φτάνει στο νοσοκομείο και, πολλές φορές, το πρόβλημα είναι δυνατό να διαφύγει της προσοχής, ακόμη και μέσα στο νοσοκομείο, με συνέπεια ο ασθενής να πεθάνει στο νοσοκομείο και ή αορτική πάθηση να ανακαλυφθεί αργότερα τυχαία.
Ανεύρυσμα αορτής
Πώς δημιουργούνται τα ανευρύσματα
Αιτία για την ανάπτυξη του ανευρύσματος είναι ή υπέρταση, ή αθηροσκλήρωση, ή φλεγμονή, ο τραυματισμός και οι διαταραχές (εκφύλιση) του συνδετικού και ελαστικού ιστού (στο μεσαίο από τα τρία στρώματα) του τοιχώματος της αορτής.
Συμπτώματα
Οι περισσότεροι ασθενείς με ανεύρυσμα είναι χωρίς συμπτώματα. Σε περίπτωση αορτικών διαχωρισμών, ο πόνος είναι το πιο συχνό σύμπτωμα. Ό ασθενής νιώθει θωρακικό πόνο, πόνο στην κοιλιά και στα πόδια. Ο πόνος, επίσης, μπορεί να συνδυάζεται και με μούδιασμα. Μερικές φορές, ο πόνος μπορεί να θεωρηθεί ότι προκαλείται από την καρδιά (π.χ. έμφραγμα ή ισχαιμία του μυοκαρδίου). Μπορεί, επίσης, ο ασθενής να έχει βήχα, βραχνάδα φωνής ή να μην μπορεί να καταπιεί εύκολα. Είναι δυνατόν το πρώτο σύμπτωμα να είναι ρήξη του ανευρύσματος το όποιον, ως επί το πλείστον, οδηγεί στο θάνατο από ακατάσχετη αιμορραγία.
Διάγνωση
Σε ασυμπτωματικούς ασθενείς, η διάγνωση, τυχαία συνήθως, γίνεται υστέρα από μία ακτινογραφία θώρακος ή κοιλίας και ή διάγνωση υποβοηθείται από την ύπαρξη ασβεστίου στο τοίχωμα του ανευρύσματος ή κατόπιν ενός υπερηχογραφήματος πού γίνεται για άλλους λόγους. Αρκετά ικανοποιητικό διαγνωστικό αποτέλεσμα έχει και ή αξονική ή/και η μαγνητική τομογραφία (πού όμως μπορεί να έχει το μειονέκτημα ότι αντενδείκνυται σε ασθενείς οι όποιοι φέρουν μεταλλικά αντικείμενα στο σώμα τούς) θώρακος ή κοιλίας, η οποία μπορεί να δείξει με ακρίβεια τη θέση, την έκταση και το ακριβές μέγεθος του ανευρύσματος και ή οποία μπορεί να παρέχει στο χειρουργό, έφ' όσον ακολουθήσει χειρουργική επέμβαση, ασφαλή διεξαγωγή της επέμβασης.
Μία ακόμη διαγνωστική μέθοδος διερεύνησης των ανευρυσμάτων αποτελεί και το διαθωρακικό ή το διοισοφάγειο υπερηχοκαρδιογράφημα, το κοιλιακό υπερηχογράφημα καθώς και ή άορτογραφία (αγγειογραφία), η οποία, αν και συνεχίζει να αποτελεί μία αιματηρή τεχνική, είναι απαραίτητη ως διαγνωστική μέθοδος πριν από τη χειρουργική διόρθωση του ανευρύσματος.
Θεραπεία ανευρυσμάτων
Αντιμετωπίζονται χειρουργικά, δηλαδή αντικαθίσταται το ανεύρυσμα από πλαστικό σαν σωλήνα μόσχευμα πού ράβεται στο υγιές μέρος της αορτής και έτσι αποκαθίσταται η κυκλοφορία του αίματος. Ή χειρουργική αντιμετώπιση των ανευρυσμάτων θα πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή και επιδεξιότητα από το χειρουργό διότι για κάθε τμήμα της αορτής απαιτούνται διαφορετικές χειρουργικές τεχνικές. Π.χ. για την αντιμετώπιση των ανευρυσμάτων του αορτικού τόξου απαιτείται η προστασία του εγκεφάλου (αποφυγή εγκεφαλικού), ενώ για την αντιμετώπιση των ανευρυσμάτων της θωρακοκοιλιακής αορτής κύριο μέλημα του χειρουργού είναι ή προστασία του νωτιαίου μυελού (αποφυγή παραπληγίας). Με την εφαρμογή σύγχρονων μεθόδων προστασίας του νωτιαίου μυελού, ελαττώθηκε σημαντικά ή μετεγχειρητική παραπληγία και ο θάνατος κατά τη διάρκεια της επέμβασης.
Τα στατιστικά δεδομένα δείχνουν ότι άνω του 90% των ασθενών επιβιώνουν με τη χειρουργική επέμβαση. Επίσης, βάσει των στατιστικών, το ποσοστό των ασθενών με ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής, πού ζουν γύρω στα πέντε χρόνια, είναι περίπου 20%, ενώ κανείς δε ζει παραπάνω από 10 χρόνια αν δεν αντιμετωπιστεί χειρουργικά ή με τοποθέτηση ενδοαυλικού νάρθηκας (στεντ) το όποιο αποτελεί μία άλλη, νέα τεχνική αντιμετώπισης των ανευρυσμάτων. Ή κύρια αιτία θανάτου είναι ή ρήξη του ανευρύσματος.
Συμπέρασμα
Βράχνιασμα, βήχας, συριγμός στην αναπνοή, ανισοκορία (διαφορά μεγέθους στις κόρες των οφθαλμών) ή δυσκολία στην κατάποση, πρέπει να μας εγείρει την υποψία για ύπαρξη ανευρύσματος. Ένα υπερηχογράφημα και ακτινογραφία θώρακος μπορεί να δώσει τη διάγνωση. Αργότερα, για περισσότερες λεπτομέρειες, θα γίνουν αξονική τομογραφία θώρακος, μαγνητική τομογραφία θώρακος ή/και αγγειογράφημα.
Σε γενικές γραμμές, αν το ανεύρυσμα είναι από 5 εκατοστά και πάνω, πρέπει να χειρουργείται. Επίσης, αν το ανεύρυσμα προκαλεί συμπτώματα ή μετά από παρακολούθηση το μέγεθος του αυξάνει, πρέπει άμεσα να χειρουργείται. Αν υπάρχει πόνος στο στήθος ή στην πλάτη ή στην κοιλιά ή στο πίσω μέρος της κοιλιάς (κοντά στη σπονδυλική στήλη, αφού αυτός ο πόνος μπορεί να συγχέεται με πόνο ορθοπεδικής βλάβης), θα πρέπει να ζητηθεί άμεσα βοήθεια ιατρού. Ό έντονος διαρκής βήχας η ένα σπασμωδικό φτέρνισμα πού συνοδεύτηκε από πόνο στο στήθος ή στην πλάτη ή στην κοιλιά μετά από απότομο σήκωμα μεγάλου βάρους και ως πόνος ξεχάστηκε, μπορεί να ήταν διαχωρισμός και χρήζει περαιτέρω έρευνας.