ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ

Καρδιακή ανεπάρκεια

Η καρδιακή ανεπάρκεια αποτελεί την τελική κοινή οδό των περισσοτέρων καρδιοπαθειών οργανικών και μη. Απαρτιζόμενη από μια ομάδα κλινικών συμπτωμάτων και εκδηλώσεων με συναρπαστικούς παθοφυσιολογικούς μηχανισμούς και πολλά παράδοξα, δεν έχει απλό ορισμό που να την περιγράφει με ακρίβεια, και όμως είναι μια από τις συχνότερες αιτίες θανάτου στον Δυτικό κόσμο. Αναγνωρισμένη σαν κλινικό σύνδρομο απασχολεί τους ιατρούς περισσότερο από 2000 χρόνια και όμως το έμφραγμα του μυοκαρδίου και η υπέρταση, από τις συχνότερες αιτίες του συνδρόμου, αποτελούν προϊόντα του 20ου αιώνα, ενώ ακόμα και αυτή η στηθάγχη είναι γνωστή μόνο τα τελευταία 200 χρόνια.

Παρά την γνώση της κλινικής οντότητας από χιλιετηρίδες, η επιδημιολογία της, η παθοφυσιολογία, η φυσική ιστορία και η θεραπεία της, άρχισαν να ξεκαθαρίζουν μόνο τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Θεωρούμενη ως η τελική κοινή οδός πολλών καρδιακών παθήσεων όπως βαλβιδοπαθειών, υπέρτασης και στεφανιαίας νόσου, πολλοί πίστεψαν στην διαδρομή των χρόνων ότι θεραπεύοντας τα αίτια η καρδιακή ανεπάρκεια θα εξαλειφθεί. Σήμερα αυτή η άποψη φαίνεται να έχει βάση. Ενώ η συχνότητα πολλών γνωστών αιτιών καρδιακής ανεπάρκειας έχει μειωθεί, η επίπτωση του συνδρόμου έχει παραδόξως αυξηθεί. Ίσως αυτό να είναι το αποτέλεσμα της γήρανσης του πληθυσμού (γηράσκουσα καρδιά), αλλά πιθανόν να αντανακλά και τις δραματικές εξελίξεις και βελτιώσεις στην αντιμετώπιση του εμφράγματος του μυοκαρδίου, ακριβώς αυτές που ο επιστημονικός κόσμος είχε πιστέψει ότι θα εξαφάνιζαν την καρδιακή ανεπάρκεια.

Η πληρέστερη κατανόηση των παθοφυσιολογικών μηχανισμών οδήγησαν σε μια επανάσταση όσον αφορά στην θεραπεία του συνδρόμου. Φάρμακα όπως οι αναστολείς του μετατρεπρικού ενζύμου και οι ανταγωνιστές της αγγειοτενσίνης-ΙΙ έχουν πλέον καθιερωθεί ως απόλυτη ένδειξη στην αγωγή της συστολικής καρδιακής ανεπάρκειας. Ενώ φαρμακευτικά σκευάσματα όπως η δακτυλίτιδα χρησιμοποιούνται για τουλάχιστον 200 χρόνια η πραγματική τους αξία δεν έχει ξεκαθαριστεί ακόμα. Φαρμακευτικές και μη φαρμακευτικές θεραπευτικές παρεμβάσεις όπως οι β-αποκλειστές  ή η τακτική σωματική άσκηση που για δεκαετίες θεωρούντο απαγορευτικές για τους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια έχουν έρθει στο προσκήνιο την τελευταία δεκαετία ως ωφέλιμες, αποτελεσματικές, και ενδεδειγμένες παρεμβάσεις σε αυτόν τον πληθυσμό ασθενών.

Παρά τη πρόοδο στην κατανόηση παθοφυσιολογίας και θεραπείας του συνδρόμου η καρδιακή καχεξία, χαρακτηριστικό της τελικού σταδίου καρδιακής ανεπάρκειας μόνο τα τελευταία χρόνια αναγνωρίστηκε ως χωριστή νοσολογική οντότητα, με τεράστιες ιατροκοινωνικές και οικονομικές συνέπειες, ενώ ο καχεκτικός ασθενής και το περιβάλλον του δεν γνωρίζουν ότι η τελικού σταδίου καρδιακή ανεπάρκεια έχει χειρότερη πρόγνωση από τον καρκίνο.

Σήμερα οι σχετιζόμενες με καρδιακή ανεπάρκεια εισαγωγές στο νοσοκομείο έχουν ξεπεράσει τις εισαγωγές για έμφραγμα. Ιατροί όλων των ειδικοτήτων έρχονται αντιμέτωποι καθημερινά με το σύμπλεγμα των επιστημονικών, κοινωνικών, ηθικών και οικονομικών διλημμάτων που σχετίζονται με αυτό το χρόνιο και θανατηφόρο σύνδρομο.