Αρρυθμίες της καρδιάς

Αρρυθμίες της καρδιάς, καρδιακές αρρυθμίες

Τι είναι αρρυθμία;

Φυσιολογικά η καρδιά διεγείρεται από τον φλεβόκομβο. Το ερέθισμα μετά διαχέεται στους κόλπους και τους ερεθίζει (κολπική συστολή). Μετά μέσω του κολποκοιλιακού κόμβου διαχέεται στις κοιλίες που τις διεγείρει και αυτές (κοιλιακή συστολή). Εάν για κάποια αιτία αυτή η ρυθμική διέγερση της καρδιάς διακοπεί λέμε ότι εμφανίζεται αρρυθμία.

Φλεβοκομβικός ρυθμός

Φυσιολογικά η καρδιά διεγείρεται από το φλεβόκομβο που βρίσκεται στο δεξιό κόλπο σε περιοχή μεταξύ της εκβολής της άνω και κάτω κοίλης φλέβας. Στην περίπτωση αυτή λέμε ότι ο ρυθμός είναι φλεβοκομβικός και με τον όρο αυτό εννοούμε ότι δεν υπάρχει αρρυθμία από προσωρινή ή μονιμότερη επικράτηση κέντρου εκπομπής ερεθισμάτων έξω από τον φλεβόκομβο. Ακόμη με τον όρο «φλεβοκομικός ρυθμός» οι περισσότεροι γιατροί στην καθημερινή πράξη εννοούν ότι δεν υπάρχει αρρυθμία.

Σε φλεβοκομβικό ρυθμό με φυσιολογική αγωγή του ερεθίσματος το ηλεκτροκαρδιογράφημα δείχνει φυσιολογικό έπαρμα Ρ, διάστημα PR 0,12-0,20 sec και στενό σύμπλεγμα QRS εύρους μικρότερου των 0,11 sec.

Αίτια και μηχανισμοί αρρυθμιών

Για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των αρρυθμιών πρέπει να γίνεται όσο το δυνατόν πιο επιστημονική αξιολόγηση αυτών. Για το σκοπό αυτό πέρα από τους κλινικούς και τους ηλεκτροκαρδιογραφικούς χαρακτήρες απαραίτητη είναι η γνώση:

  • των αιτιών τους

  • των μηχανισμών αρρυθμιογέννεσης και

  • της σχέσης τους με τα υπόλοιπα καρδιακά σύνδρομα.

Η ηλεκτρική δραστηριότητα της καρδιάς ρυθμίζεται από τα παρακάτω:

1. Aυτοματισμός:

Αυτοματισμός είναι η ικανότητα των καρδιακών κυττάρων να παράγουν από μόνα τους ερεθίσματα.

Φυσιολογικά αυτή την ικανότητα έχουν μόνο τα κύτταρα του ερεθισματαγωγού συστήματος.

Ο αυτοματισμός είναι μεγαλύτερος στον φλεβόκομβο (70-80 /min) και μειώνεται σταδιακά μέχρι τις ίνες Purkinje (30-40/min).

Έτσι ο φλεβόκομβος με τον μεγαλύτερο αυτοματισμό καταστέλλει τα υπόλοιπα κέντρα και αναλαμβάνει υπό φυσιολογικές συvθήκες την βηματοδότηση της καρδιάς.

2. Διεγερσιμότητα:

Διεγερσιμότητα είναι η ιδιότητα του μυοκαρδίου να εκπολώνεται όταν δέχεται ένα ερέθισμα που έχει επαρκή ένταση.

Το διεγερμένο μυοκάρδιο δεν μπορεί να ξαναδιεγερθεί πριν περάσει κάποιο χρονικό διάστημα.

Το διάστημα αυτό ονομάζεται ανερέθιστη περίοδος.

Η ανερέθιστη περίοδος μπορεί να είναι απόλυτη όταν κανένα ερέθισμα δεν μπορεί να προκαλέσει διέγερση και σχετική όταν ένα ισχυρό ερέθισμα μπορεί να προκαλέσει μικρή διέγερση.

3. Αγωγιμότητα

Είναι η ικανότητα των καρδιακών κυττάρων να μεταδίδουν ένα ερέθισμα.

Την ικανότητα αυτή έχουν όλα τα καρδιακά κύτταρα.

Η ταχύτητα αγωγής ενός ερεθίσματος είναι μεγαλύτερη στις ίνες Purkinje (2000-3000mm/sec) και μικρότερη στον κολποκοιλιακό κόμβο και τον μυϊκό ιστό του μυοκαρδίου.

 

Οι καρδιακές αρρυθμίες προκαλούνται με τους παρακάτω μηχανισμούς:

1. Διαταραχές της αγωγιμότητας

Οι διαταραχές αγωγής οδηγούν είτε σε απλή καθυστέρηση ή στον αποκλεισμό του ερεθίσματος σε κάποιο επίπεδο του συστήματος αγωγής από το φλεβόκομβο μέχρι τις ίνες Purkinje.

'Οταν η διέγερση δεν φθάσει στις κοιλίες λόγω αποκλεισμού σε κάποιο επίπεδο, ένας τριτεύων βηματοδότης εκδηλώνει τον αυτοματισμό του και έτσι το άτομο επιβιώνει.

Αν όμως υπάρχει μειωμένος αυτοματισμός και τον τριτευόντων κέντρων παύει η καρδιακή λειτουργία.

Εκτός από τους αποκλεισμούς σε διάφορα επίπεδα οι διαταραχές στην αγωγή του ερεθίσματος μπορεί να οδηγήσουν στην εμφάνιση αρρυθμιών με μηχανισμό επανεισόδου.

2. Διαταραχές του αυτοματισμού

Οι διαταραχές αυτοματισμού φυσιολογικού ή παθολογικού οδηγούν σε μεταβολές της συχνότητας των εκπεμπομένων ερεθισμάτων από τον φλεβόκομβο ή τα άλλα αυτοματικά κέντρα.

3. Μηχανισμός επανεισόδου

Όταν δύο περιοχές της καρδιάς συνδέονται όχι με μία αλλά με δύο οδούς αγωγής, ενδέχεται η διέγερση της μιας περιοχής να άγεται στην άλλη διαμέσου της μιας οδού και να επιστρέφει διαμέσου της άλλης οδού στην πρώτη περιοχή.

Εκεί η ανερέθιστη περίοδος μπορεί να έχει λήξει στο μεταξύ και η περιοχή να ξαναδιεγερθεί.

Αν στο μεταξύ έχει λήξει η ανερέθιστη περίοδος της πρώτης οδού και της δεύτερης περιοχής, η διέγερση εκτελεί μια συνεχή κυκλική κίνηση.

Οι δύο οδοί αγωγής μπορεί να είναι ανατομικά διάκριτες όπως συμβαίνει στα σύνδρομα προδιέγερσης.

Μπορεί όμως να διακρίνονται μόνο λειτουργικά όταν γειτονικές ίνες μιας οδού έχουν διαφορετικές ηλεκτροφυσιολογικές ιδιότητες όπως συμβαίνει στις περισσότερες παροξυσμικές ταχυκαρδίες.

4. Παρασυστολία

'Ενας συνδυασμένος μηχανισμός διαταραχής και αγωγής του ερεθίσματος είναι η παρασυστολία.

'Οταν ένας έκτοπος βηματοδότης περιβάλλεται από μία ζώνη με μονόδρομο αποκλεισμό της αγωγής προς τα μέσα, ο βηματοδότης δεν παρασύρεται από το γενικό ρυθμό της καρδιάς.

Παράγει λοιπόν τα δικά του ερεθίσματα που άγονται προς τα έξω και διεγείρουν τη καρδιά, όποτε αυτή δεν είναι σε ανερέθιστη περίοδο.

Στο ηλεκτροκαρδιογράφημα εμφανίζονται έκτοποι παλμοί χωρίς σταθερή σύζευξη με τον προηγούμενο παλμό, αλλά με δική τους ρυθμικότητα, παράλληλη με, και ανεξάρτητη από, την κανονική.

Πως γίνεται η διάγνωση των αρρυθμιών;

Η διάγνωση των αρρυθμιών γίνεται με το απλό ηλεκτροκαρδιογράφημα, την 24ωρη καταγραφή του ηλεκτροκαρδιογραφήματος κατά Hοlter και τον ηλεκτροφυσιολογικό έλεγχο.

Ηλεκτροκαρδιογραφικές τεχνικές στην αποκάλυψη των αρρυθμιών

Το ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ) είναι αναντικατάστατο για τη μελέτη των αρρυθμιών. Κατά τη διάρκεια της αρρυθμίας παρατηρείται μικρότερη ή μεγαλύτερη ανωμαλία της εικόνας που περιγράφαμε στο φυσιολογικό φλεβοκομβικό ρυθμό. Για την καλύτερη μελέτη της αρρυθμίας, μετά τη λήψη όλων των απαγωγών του ΗΚΓ, είναι απαραίτητο να λαμβάνεται και μία ταινία αρκετού μήκους από μία ή δύο απαγωγές, στις οποίες να απεικονίζονται ευκρινώς τα υπό μελέτη επάρματα, κυρίως τα Ρ, που πολλές φορές είναι δυσδιάκριτα. Οι απαγωγές που συνήθως δείχνουν ευκρινέστερα και περισσότερο κατατοπιστικά τα επάρματα Ρ και τα συπλέγματα QRS είναι η κλασσική ΙΙ και η προκάρδια V1.

Σε ορισμένες περιπτώσεις υποψιαζόμαστε αρρυθμία από την περιγραφή των συμπτωμάτων του ασθενούς ως παροξυσμική ζάλη, αίσθημα προκάρδιων παλμών, χτύπους, φτερουγίσματα, τράνταγμα κ.ά στο στήθος, ενώ κατά την ώρα της εξέτασης ο ασθενής είναι ήρεμος και το ΗΚΓ δείχνει κανονικό φλεβοκομβικό ρυθμό. Στις περιπτώσεις αυτές η διάγνωση μπορεί να γίνει με την ΗΚΓ μέθοδο Holter  της συνεχούς λήψεως ΗΚΓ σε μαγνητοταινία καθ΄όλο το 24ωρο. Επίσης, και σε ασθενείς στους οποίους υπάρχει φόβος για την εμφάνιση σοβαρής διαταραχής του καρδιακού ρυθμού, όπως π.χ. κατά τις πρώτες ώρες και ημέρες του οξέος εμφράγματος, γίνεται συνεχής παρακολούθηση σε τηλεοπτική οθόνη (monitor)  του ΗΚΓ με δυνατότητα καταγραφής της αρρυθμίας επί εμφανίσεώς της.

Κατά την ανάλυση του ΗΚΓ σε κάθε αρρυθμία γίνεται μέτρηση διαφόρων χρονικών διαστημάτων για τον προσδιορισμό, π.χ. της χρονικής σχέσεως των επαρμάτων Ρ και R, της διάρκειας QRS κ.ά. Υπενθυμίζεται ότι το ΗΚΓ χαρτί είναι τετραγωνισμένο και κάθε μικρό τετραγωνάκι εύρους 1mm έχει χρονική διάρκεια 0,04 sec, επειδή η ταχύτητα λήψεως του ΗΚΓ, όπως έχει επικρατήσει, είναι 25 mm/sec.  Η καρδιακή συχνότητα βρίσκεται διαιρώντας τον αριθμό 1500 για του αριθμού των τετραγωνιδίων ενός διαστήματος RR,  δηλ. των τετραγωνιδίων ενός καρδιακού κύκλου. Έτσι, εάν ένα έπαρμα R απέχει από το αμέσως προηγούμενο R, π.χ. 20 τετραγωνάκια, η καρδιακή συχνότητα θα είναι 1500:20=75/λ.

Αρρυθμίες και καρδιακός κίνδυνος

Η σχέση καρδιακού ρυθμού και μηχανικών ιδιοτήτων της καρδιάς ποικίλει πολύ.

Στο ένα άκρο σποραδικοί έκτοποι παλμοί που συνήθως δεν έχουν καμιά αιμοδυναμική συνέπεια ακόμα και σε άτομα με σημαντικού βαθμού καρδιοπάθεια, και από την άλλη η καρδιακή παύση και η κοιλιακή μαρμαρυγή συνεπάγονται άμεση πλήρη διακοπή της καρδιακής λειτουργίας και της αιμάτωσης του εγκεφάλου.

Μεταξύ των δύο άκρων υπάρχουν ενδιάμεσες καταστάσεις οι συνέπειες των οποίων δεν εξαρτώνται μόνο από το είδος της αρρυθμίας, αλλά και από άλλους παράγοντες κυριότερος εκ των οποίων είναι η κατάσταση του μυοκαρδίου.

Οι αρρυθμίες διακρίνονται σε:

  • καλοήθεις

  • δυνητικά κακοήθεις και

  • κακοήθεις.

Καλοήθεις:

Οι καλοήθεις αρρυθμίες είναι αραιοί (λιγότεροι από 10/ώρα) μονοεστιακοί έκτοποι παλμοί, που συμβαίνουν σε άτομα χωρίς καρδιακή νόσο (ή με μικρή ανατομική βλάβη χωρίς κανένα αιμοδυναμικό επηρεασμό).

Σε αυτά τα άτομα αρκεί η εξωνοσοκομειακή αξιολόγηση, το πολύ κάνοντας και μια δοκιμασία Holter.

Ο κίνδυνος αιφνίδιου θανάτου σε αυτά τα άτομα είναι ασήμαντος.

Δυνητικά Κακοήθεις:

Εδώ υπάγονται συχνοί ή πολυεστιακοί κοιλιακοί έκτοποι παλμοί ή κατά ζεύγη, ή η μη εμμένουσα κοιλιακή ταχυκαρδία (που σταματά αυτόματα σε λιγότερο από 30 δευτερόλεπτα).

Απαντούν σε καρδιοπάθειες με μέση ή σοβαρή ανατομική βλάβη.

Η πρόγνωση εξαρτάται από την επίδοση της αριστερής κοιλίας.

Αν ο άρρωστος δεν έχει καρδιακή ανεπάρκεια και το κλάσμα εξώθησης είναι μεγαλύτερο του 30% ο κίνδυνος αιφνίδιου θανάτου είναι μικρός.

Η αξιολόγηση του αρρώστου μπορεί να γίνει εξωνοσοκομειακά μόνο με δοκιμασία Holter.

Αν όμως το κλάσμα εξώθησης είναι μικρότερο του 30% ή ο άρρωστος έχει σύνδρομο καρδιακής ανεπάρκειας, ο κίνδυνος είναι σοβαρός.

Χρειάζεται πλήρης μελέτη εξω- ή ενδο- νοσοκομειακή με σύστημα Holter και ίσως ηλεκτροφυσιολογική μελέτη.

Κακοήθεις:

Εδώ υπάγονται ο κολποκοιλιακός αποκλεισμός, η κοιλιακή μαρμαρυγή και η εμμένουσα κοιλιακή ταχυκαρδία.

Ο κίνδυνος αιφνίδιου θανάτου σε άτομα που είχαν επεισόδια τέτοιων αρρυθμιών είναι μεγάλος, ανεξάρτητα από την αιμοδυναμική τους κατάσταση.

Πρέπει να αξιολογηθούν ενδονοσοκομειακά με ηλεκτροφυσιολογική μελέτη.

Από τις υπερκοιλιακές αρρυθμίες κακοήθεις είναι μόνο η κολπική μαρμαρυγή που συμβαίνει σε σύνδρομο Wolff Parkinson White, αν συμβαίνει με ταχεία κοιλιακή ανταπόκριση.

Αν η μέση κοιλιακή συχνότητα είναι τότε περί τους 300 ανά λεπτό, ο κίνδυνος να μεταπέσει σε κοιλιακή μαρμαρυγή είναι άμεσος.

Οι αρρυθμίες χωρίζονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες:

Υπερκοιλιακές: όταν η έκτοπη εστία είναι πάνω από τον κολποκοιλιακό κόμβο.

Κοιλιακές: όταν η έκτοπη εστία είναι κάτω από τον κολποκοιλιακό κόμβο.