Kινδυνεύουν από καρδιοπάθειες οι κρυωμένοι

Όσοι αναγκάζουν τους εαυτούς τους να εργαστούν όταν δεν είναι καλά, ίσως επισπεύδουν τον θάνατό τους.

H προσπάθεια που καταβάλλει κανείς όταν πηγαίνει στη δουλειά ενώ είναι κρυωμένος δεν είναι πράξη αφοσίωσης, αλλά είναι μόνον ένας σύντομος δρόμος στην καρδιοπάθεια, όπως αποκαλύπτει έρευνα που έγινε σε Βρετανούς δημόσιους υπαλλήλους.

Οι εργαζόμενοι που αρνούνται να πάρουν αναρρωτική άδεια όταν είναι άρρωστοι, μπορεί να ασκούν υπερβολική πίεση στην καρδιά τους, πράγμα που ενδέχεται να διπλασιάζει τον κίνδυνο να αναπτύξουν καρδιαγγειακά προβλήματα, σύμφωνα με έρευνα που έκαναν επιστήμονες από το University College του Λονδίνου, οι οποίοι εξέτασαν το ιατρικό ιστορικό 10.000 υπαλλήλων της κυβέρνησης, τα τελευταία δέκα χρόνια.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το 30%-40% εκείνων που συνέχιζαν να δουλεύουν ακόμα και όταν ήταν άρρωστοι-ακόμα και όταν είχαν πάθει κάτι ελαφρύ, όπως ένα απλό κρυολόγημα-αργότερα έπασχαν από καρδιοπάθειες δύο φορές περισσότερο απ' ό,τι εκείνοι που έπαιρναν αναρρωτική άδεια όταν αρρώσταιναν.

Ο καθηγητής σερ Μάικλ Μάρμοτ, επικεφαλής της έρευνας, λέει ότι η ανάγκη ορισμένων εργαζομένων, να δίνουν το «παρών» στην εργασία τους, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, οδηγεί σε μία αύξηση στις καρδιαγγειακές παθήσεις. «Τόσοι πολλοί άνθρωποι αναγκάζουν τους εαυτούς τους να εργαστούν όταν δεν είναι καλά και έχουν τόσο μικρή γνώση των συνεπειών αυτής της κατάστασης», επισημαίνει, «όχι μόνον δεν συνεισφέρουν στις επιχειρήσεις όπου εργάζονται, στις οποίες μεταφέρουν τα μικρόβια, αλλά και επισπεύδουν τον θάνατό τους».

Αναρρωτική άδεια

Ειδικοί σε θέματα υγείας επισημαίνουν ότι η έρευνα αυτή αναμένεται να προκαλέσει συζήτηση στις ενώσεις εργοδοτών και ιδιοκτητών επιχειρήσεων, για το κατά πόσον οι εργαζόμενοι θα πρέπει να ενθαρρύνονται να παίρνουν αναρρωτική άδεια όταν δεν είναι καλά στην υγεία τους.

Ωστόσο, ορισμένοι επιχειρηματίες ήδη αντιδρούν στα συμπεράσματα αυτής της έρευνας, τονίζοντας ότι «το στρες στον εργασιακό χώρο θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ξεχωριστά από την παρουσία στον εργασιακό χώρο». Μάλιστα, εκπρόσωπος του ινστιτούτου διευθυντών επισημαίνει ότι «δεν έχει ακόμα διαπιστωθεί σχέση ανάμεσα στα δύο, παρόλα τα στοιχεία που εμφανίζει η μελέτη αυτή».