Μεταβολικό σύνδρομο
Βασικές διαταραχές του μεταβολικού συνδρόμου είναι η παχυσαρκία (κυρίως η κεντρικού τύπου), η δυσλιπιδαιμία, η υπέρταση και ο σακχαρώδης διαβήτης. Κοινός παρανομαστής των διαταραχών αυτών είναι η παρουσία αντίστασης των περιφερικών ιστών, και κυρίως του μυϊκού ιστού, στη δράση της ινσουλίνης. Αυτή η ινσουλινοαντίσταση δεν είναι νόσος, είναι όμως κεντρική μεταβολική διαταραχή. Υπάρχει και μια σειρά διαταραχών που σχετίζονται με το μεταβολικό σύνδρομο και είναι η υπερουριχαιμία, το λιπώδες ήπαρ, η υπνική άπνοια, το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, η αυξημένη πηκτικότητα του αίματος κ.λ.π.
Το μεταβολικό σύνδρομο είναι ένα παζλ μεταβολικών διαταραχών που οδηγούν αναπόφευκτα στην αθηρωμάτωση και την καρδιαγγειακή νόσο. Βασικές ψηφίδες αυτού του παζλ είναι η παχυσαρκία (κυρίως η κεντρικού τύπου), η δυσλιπιδαιμία, η υπέρταση και ο σακχαρώδης διαβήτης.
Κοινός παρανομαστής των διαταραχών αυτών είναι η παρουσία αντίστασης των περιφερικών ιστών (και κυρίως του μυϊκού ιστού) στη δράση της ινσουλίνης. Αυτή η ινσουλινοαντίσταση δεν είναι νόσος, είναι όμως κεντρική μεταβολική διαταραχή που αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης των διαταραχών που συναποτελούν το μεταβολικό σύνδρομο, ενώ συνδέεται αιτιολογικά με τις διαταραχές αυτές. Σήμερα, εκτός των βασικών συνιστωσών του μεταβολικού συνδρόμου, αναφέρεται και μια σειρά άλλων διαταραχών που σχετίζονται με αυτό: η υπερουριχαιμία, το λιπώδες ήπαρ, η υπνική άπνοια, το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, η αυξημένη πηκτικότητα του αίματος κ.λ.π.
Οι διαταραχές αυτές δεν οριοθετούν βεβαίως το μεταβολικό σύνδρομο, εντούτοις συνδέονται με αυτό, εξαιτίας της κοινής μεταβολικής τους αναφοράς, που είναι η ινσουλινοαντίσταση.
Το μεταβολικό σύνδρομο εμφανίζεται όταν γενετικώς επιρρεπή άτομα αποκτούν υπερβολικό βάρος, Κατ' αυτόν τον τρόπον, παράγοντες όπως ή ανθυγιεινή διατροφή και η μειωμένη έως ανύπαρκτη σωματική δραστηριότητα διαμορφώνουν ένα «τοξικό» περιβάλλον που ραγδαία αυξάνει τη συχνότητα εμφάνισης του μεταβολικού συνδρόμου. Το 25% του πληθυσμού στην Αμερική ήδη εκτιμάται ότι παρουσιάζει μεταβολικό σύνδρομο. Στον σακχαρώδη διαβήτη ο επιπολασμός του μεταβολικού συνδρόμου φτάνει το 92%.
Υπάρχουν διάφορες προτάσεις τεκμηρίωσης του μεταβολικού συνδρόμου από μεγάλους οργανισμούς: WHO (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας), NCEP- ΑΤΡ III (Αμερικάνικη Επιτροπή Ειδικών).
Η κλινική ταξινόμηση του μεταβολικού συνδρόμου, που έχει προταθεί από αμερικανική επιτροπή ειδικών (ΝCΕΡ) προ τριετίας, ισχύει κυρίως έκτοτε, γιατί επιτρέπει τον εύκολο προσδιορισμό στην κλινική πράξη του μεταβολικού συνδρόμου.
Κριτήρια τεκμηρίωσης μεταβολικού συνδρόμου σύμφωνα με WHO & ΝCΕΡ-ΑΤP III (2001) |
|
Σάκχαρο νηστείας |
≥110 mg% |
Τριγλυκερίδια |
≥150 mg% |
HDL-χοληστερόλη |
< 50 mg% Άνδρες, <60 mg% Γυναίκες |
Συστολική αρτηριακή πίεση/ Διαστολική αρτηριακή πίεση |
≥130/85 mmHg |
Ομφαλική περίμετρος |
>102 Άνδρες, >88 Γυναίκες |
Ορισμός συνδρόμου |
3 κριτήρια ή περισσότερα |
Πάντως πρόσφατα οι διάφορες ταξινομήσεις συνδέονται και με διαφορετικές προσεγγίσεις σχετικά με τον μεταβολικό «πυροδοτητή» του μεταβολικού συνδρόμου. Η προσέγγιση του WHO ουσιαστικά θεωρεί την ινσουλινοαντίσταση πρωταρχικό αίτιο που οδηγεί σε λιπόλυση και λιποτοξικότητα,
Η προσέγγιση του NCEP θεωρεί την κοιλιακή παχυσαρκία αφετηριακή αιτία του μεταβολικού συνδρόμου, καθώς το μεγάλο κοιλιακό κύτταρο εκκρίνει κυττοκίνες, και κυρίως την πρωτεΐνη TNFα που επιδρά στον υποδοχέα της ινσουλίνης και συμβάλλει στη δημιουργία ινσουλινοαντίστασης. Επιπρόσθετα, η αυξημένη απελευθέρωση λιπαρών οξέων επί κοιλιακής παχυσαρκίας οδηγεί, αφενός μεν, σε αυξημένη σύνθεση τριγλυκεριδίων, αφετέρου δε, σε αυξημένη σύνθεση ειδικών αθηρωματογόνων μορίων (μικρές πυκνές LDL) και σε μείωση της προστατευτικής χοληστερίνης (HDL). Οι δυο αυτές προσεγγίσεις καταλήγουν και στη δημιουργία δυο οντοτήτων, οι οποίες αμφότερες ευοδώνουν την αθηρωματική διαδικασία: στον διαβήτη με μεταβολικό σύνδρομο και στο μεταβολικό σύνδρομο χωρίς διαβήτη.
Οι παράμετροι του μεταβολικού συνδρόμου με τη συνεπικουρία της αντίστασης στην ινσουλίνη των περιφερικών ιστών συμβάλλουν ιδιαίτερα στην αυξημένη συχνότητα της καρδιαγγειακής νόσου επί μεταβολικού συνδρόμου.
Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι το μεταβολικό σύνδρομο συνδέεται με τετραπλάσιο κίνδυνο στεφανιαίου θανάτου ενώ άλλες μελέτες διαπιστώνουν διπλασιασμό του κινδύνου στεφανιαίας νόσου όταν η παρουσία σακχαρώδη διαβήτη συνδυάζεται και με παρουσία μεταβολικού συνδρόμου.
Η θεραπεία του μεταβολικού συνδρόμου περιλαμβάνει τη βελτίωση της βασικής υποκείμενης μεταβολικής διαταραχής, δηλαδή της αντίστασης των περιφερικών ιστών στην δράση της ινσουλίνης Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την αλλαγή του τρόπου ζωής (ελάττωση του σωματικού βάρους και μέτρια καθημερινή σωματική άσκηση) και ενδεχομένως με φάρμακα (π.χ. γλιταζόνες) καθώς και με την αντιμετώπιση των παραγόντων κινδύνου που συνυπάρχουν (αρτηριακή υπέρταση, δυσλιπιδαιμία, κυρίως μείωση της LDL, διαβήτης), Η δίαιτα έχει μεγάλη συμβολή στη θεραπεία του μεταβολικού συνδρόμου, αφού οι υποθερμικές δίαιτες μειώνουν το σωματικό βάρος, την αρτηριακή πίεση, ενώ βελτιώνουν το λιπιδαιμικό προφίλ και τον γλυκαιμικό έλεγχο. Μείωση 5-7% του αρχικού βάρους σε παχύσαρκους είναι ικανή για να βελτιώσει σημαντικά όλες τις παραμέτρους του μεταβολικού συνδρόμου.
Διαταραχές που συσχετίζονται με την αντίσταση στη δράση της ινσουλίνης και την υπερινσουλιναιμία
|
Δυσανεξία στη γλυκόζη
Διαταραχές του μεταβολισμού του ουρικού οξέος
Δυσλιπιδαιμία
Αιμοδυναμικής διαταραχές
Διαταραχές αιμόστασης
|
Έμφαση τελευταία δίνεται στη μεσογειακή δίαιτα, η οποία μπορεί να μειώσει κατά 50-70% τον κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων σ' αυτούς που την ακολουθούν. Σήμερα υπάρχει ποικιλία νέων δεδομένων και αναφορών σχετικών με το μεταβολικό σύνδρομο και τις θεραπευτικές κατευθύνσεις και αφορά:
Κυτταρικούς μηχανισμούς που είναι υπεύθυνοι για την αντίσταση στην ινσουλίνη.
Πρωτεΐνες που εκκρίνουν κυρίως τα λιπώδη κύτταρα και συμβάλλουν στην ινσουλινοαντίσταση και το μεταβολικό σύνδρομο (λεπτίνη, παράγοντας νέκρωσης των όγκων, ιντερλευκίνη-6, λιπονεκτίνη - μειωμένα επίπεδα) κ.λ.π.
Τη σύνδεση φλεγμονής και ινσουλινοαντίστασης και τη σημασία εκτίμησης ειδικών πρωτεϊνών φλεγμονής, όπως η CRP.
Τη φαρμακευτική αντιμετώπιση των επιμέρους πτυχών του μεταβολικού συνδρόμου, όπως της παχυσαρκίας (σιμπουρταμίνη και ορλιστάτη, οι νέες φαρμακευτικές ουσίες), της δυσλιπιδαιμίας (νέες στατίνες και φιμπράτες), της υπέρτασης (ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτανσίνης II), του διαβήτη (μετιγλινίδες, ανάλογα ινσουλίνης κ.λ.π.),
Την ανάπτυξη και κυκλοφορία φαρμάκων, όπως οι γλιταζόνες, που ενεργοποιούν ειδικούς πυρηνικούς υποδοχείς και αυξάνουν την ιστική ευαισθησία των περιφερικών ιστών στη δράση της ινσουλίνης. Οι γλιταζόνες σήμερα χρησιμοποιούνται σε διαβητικούς ασθενείς που παρουσιάζουν ινσουλινοαντίσταση. Ωστόσο, πολύ πιθανόν, στο άμεσο μέλλον αυτά τα φάρμακα να χρησιμοποιηθούν ευρύτερα για τη θεραπευτική αντιμετώπιση των ασθενών με μεταβολικό σύνδρομο.
Στατιστικά δεδομένα
Πρακτικές συμβουλές
|