Κατάλυση (ablation) για την αντιμετώπιση της κολπικής μαρμαρυγής

Αυτή θεωρείται η πλέον μοντέρνα μέθοδος για την ριζική αντιμετώπιση της κολπικής μαρμαρυγής διότι είναι η μόνη που μπορεί να απαλλάξει τον ασθενή από την ανάγκη μακροχρόνιας χρήσης αντιπηκτικών και αντιαρρυθμικών φαρμάκων.

Συστήνεται ειδικά σε ασθενείς νεότερης ηλικίας με παροξυσμική αρρυθμία και φυσιολογική καρδιά που εξακολουθούν να παρουσιάζουν έντονα συμπτώματα, παρά την αντιαρρυθμική φαρμακευτική αγωγή.

Εικόνα 1: Ablation cathete: Καθετήρας κατάλυσης, Left atrium: Αριστερος κόλπος, Circular mapping catheter: Δακτυλιοειδής καθετήρας, Καθετήρας ενδοκαρδιακού υπερήχου

Οι αρχικές προσπάθειες επεμβατικής αντιμετώπισης της κολπικής μαρμαρυγής στόχευσαν στον έλεγχο της κοιλιακής ανταπόκρισης με κατάλυση (πλήρη καταστροφή) του κολποκοιλιακού κόμβου με υψίσυχνο ρεύμα (Radiofrequency Ablation). Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται συμπτωματική ανακούφιση των ασθενών, ενώ σε επιλεγμένες ομάδες έχει συσχετισθεί και με βελτίωση της λειτουργικότητας της αριστερής κοιλίας. Η μέθοδος χαρακτηρίζεται από υψηλά ποσοστό επιτυχίας. Παρά ταύτα, επειδή προκαλείται πλήρης κολποκοιλιακός αποκλεισμός στους ασθενείς χρειάζεται να εμφυτευθεί μόνιμος βηματοδότης.

Η τροποποίηση των ιδιοτήτων του κολποκοιλιακού κόμβου αποτελεί παρεμφερή μέθοδο που στοχεύει σε έλεγχο της κοιλιακής ανταπόκρισης χωρίς να προκαλείται πλήρης κολποκοιλιακός αποκλεισμός. Παρουσιάζει ποσοστό επιτυχίας περί το 60-70%, αλλά χαρακτηρίζεται από υψηλό ποσοστό υποτροπών ενώ, σε ποσοστό 20% περίπου των ασθενών, προκαλείται τελικά πλήρης κολποκοιλιακός αποκλεισμός.

Ακολούθησε η επεμβατική αντιμετώπιση της κολπικής μαρμαρυγής με τροποποίηση του υποστρώματος η οποία αρχικά στηρίχθηκε στα πρότυπα της χειρουργικής επέμβασης Maze με στόχο τη “λαβυρινθοποίηση” των κόλπων. Έτσι επιχειρήθηκαν γραμμοειδείς βλάβες στο δεξιό κόλπο οι οποίες όμως χαρακτηρίζονταν από χαμηλά ποσοστά επιτυχίας.

Η αναγνώριση της θεμελιώδους θέσεως του αριστερού κόλπου στην έναρξη και διατήρηση της κολπικής μαρμαρυγής οδήγησε σε επέκταση των γραμμοειδών βλαβών σε αυτόν με αποτέλεσμα ποσοστά επιτυχίας περί το 60% σε συνδυασμό με φαρμακευτική αγωγή.

Η εμπειρία από τις επεμβάσεις αυτές έδειξε την ύπαρξη πυροδοτικών εστιών κολπικής μαρμαρυγής στον οπίσθιο αριστερό κόλπο και ειδικότερα στα στόμια των πνευμονικών φλεβών. Η αρχική προσπάθεια κατάλυσης των εστιών αυτών συνοδεύτηκε από μεγάλο ποσοστό υποτροπών από άλλες πνευμονικές φλέβες.

Εικόνα 2: Ηλεκτρική απομόνωση πνευμονικών φλεβών καθοδηγούμενη από σύστημα ηλεκτροανατομικής χαρτογράφησης

Έτσι η τρέχουσα στρατηγική στοχεύει στην απομόνωση όλων των πνευμονικών φλεβών. Αυτό επιτυγχάνεται με δύο διαφορετικές αλλά συγκλίνουσες τεχνικές από τις οποίες η πρώτη βασίζεται στην απομόνωση των στομίων των φλεβών με ηλεκτροφυσιολογικά κριτήρια και με τη χρήση του δακτυλιοειδή καθετήρα “Lasso”, ενώ η δεύτερη βασίζεται σε ανατομικά κυρίως κριτήρια, δημιουργεί συνεχείς βλάβες έξω από τα στόμια των φλεβών και χρησιμοποιεί σύστημα ηλεκτροανατομικής χαρογράφησης “Carto” ή “NavX” (Εικόνα 1 και 2).

Η μέθοδος απομόνωσης των πνευμονικών φλεβών παρουσιάζει υψηλά ποσοστά επιτυχίας που αγγίζουν το 80% ή και περισσότερο με τη χρήση αντιαρρυθμικών φαρμάκων.