Δηλητηριάσεις

Εισαγωγή

Δηλητήριο είναι κάθε εξωγενής ουσία, η οποία, όταν εισέρχεται στον οργανισμό, μπορεί να προκαλέσει παροδικές ή μόνιμες βλάβες. Θεωρητικά όλες οι ουσίες του περιβάλλοντος έχουν αυτή τη δυνατότητα, όμως δηλητήρια για τον άνθρωπο θεωρούνται εκείνες που προκαλούν βλάβες, όταν χορηγηθούν για μια φορά σε δόση μικρότερη των 50 gr.

Ισχυρά θεωρούνται τα δηλητήρια που προκαλούν βλάβες, όταν λαμβάνονται σε δόση μικρότερη των 5 gr.

Τα δηλητήρια είναι δυνατό να εισέλθουν στον οργανισμό τυχαία ή σκόπιμα και από τις ακόλουθες οδούς:

  • Από το πεπτικό συνήθως από το στόμα, όταν τρώμε ή πίνουμε υγρές ουσίες.

  • Από το αναπνευστικό, με την εισπνοή δηλητηριωδών οικιακών ή βιομηχανικών αερίων, ατμών χημικών ουσιών ή καπνών από μηχανές.

  • Από το δέρμα, με απορρόφηση σε περίπτωση επαφής με δηλητηριώδη σταγονίδια, όπως είναι τα φυτοφάρμακα και τα εντομοκτόνα.

  • Ενδοδερμικά, με ένεση των ουσιών, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των δηγμάτων των ιοβόλων φιδιών ή με ενέσεις φαρμακευτικών ουσιών.

Βλάβες που προκαλούνται από τα δηλητήρια

Το ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕΩΝ ιδρύθηκε το 1975. Κύριο αντικείμενο της λειτουργίας του είναι η παροχή πληροφοριών και οδηγιών στους γιατρούς, τα νοσοκομεία και το κοινό για δηλητηριάσεις όλων των ηλικιών. Το Κέντρο είναι μοναδικό στη χώρα, λειτουργεί 24 ώρες το 24ωρο, 7 ημέρες την εβδομάδα, οι δε πληροφορίες παρέχονται δωρεάν στο τηλέφωνο 210 77777

Τα δηλητήρια είναι δυνατό να προκαλέσουν τοπικά ή γενικά προβλήματα στον οργανισμό.

Τοπικά εκδηλώνονται βλάβες χημικού εγκαύματος στα σημεία επαφής του δηλητηρίου με το σώμα, όπως είναι τα βαριά εγκαύματα στα χείλη, στο στόμα, στον οισοφάγο και στο στόμαχο, τα οποία προκαλούν τα καυστικά δηλητήρια, με αποτέλεσμα την εκδήλωση πολύ έντονου πόνου.

Άλλα δηλητήρια προκαλούν έντονο τοπικό ερεθισμό, όπως είναι ο εμετός και η διάρροια, τα οποία εκδηλώνονται από το πεπτικό σύστημα κατά την κατάποση των ουσιών, ή η δύσπνοια και ο βήχας, τα οποία εκδηλώνονται από την εισπνοή των δηλητηριωδών αερίων.

Οι κυριότερες βλάβες είναι οι γενικές, οι οποίες επηρεάζουν ολόκληρο τον ανθρώπινο οργανισμό.

Ορισμένα δηλητήρια προκαλούν εκδηλώσεις ασφυξίας, καθώς εκτοπίζουν το οξυγόνο από το αίμα ή παρεμποδίζουν τη μεταφορά του μέσα στα κύτταρα, ενώ άλλα δρουν στο κεντρικό νευρικό σύστημα, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζονται ζωτικές λειτουργίες, όπως είναι της αναπνοής και της κυκλοφορίας.

Τα συμπτώματα και τα σημεία που εμφανίζει ο πάσχων ποικίλλουν και εξαρτώνται από τη φύση του δηλητηρίου και τον τρόπο εισόδου του στον οργανισμό.

Αντιμετώπιση

Για την ορθή αντιμετώπιση της δηλητηρίασης πρωταρχικό μέλημα του διασώστη πρέπει να είναι η συλλογή όσο γίνεται περισσότερων πληροφοριών σχετικών με τις συνθήκες του γεγονότος, οι οποίες θα διευκρινίζουν τα ακόλουθα:

  • Το είδος του δηλητηρίου.

  • Την ποσότητα του δηλητηρίου.

  • Το χρόνο της δηλητηρίασης.

  • Τον τρόπο της δηλητηρίασης.

  • Το ατομικό ιστορικό παρόμοιας δηλητηρίασης.

  • Το ψυχιατρικό ιστορικό του πάσχοντος.

Οι συνηθισμένες εκδηλώσεις των δηλητηριάσεων είναι η κακοδιαθεσία, η ζάλη, η ναυτία, οι εμετοί, οι διάρροιες, η ωχρότητα ή η ερυθρότητα του δέρματος, η εφίδρωση, η κατάργηση των αντανακλαστικών, η δύσπνοια, οι σπασμοί και το κώμα, μέχρι και ο θάνατος του πάσχοντος.

Οι Πρώτες Βοήθειες που παρέχονται στις περιπτώσεις αυτές αποσκοπούν στην ταχύτερη απομάκρυνση ή και την εξουδετέρωση του δηλητηρίου, τη διατήρηση της λειτουργίας των πνευμόνων και της καρδιάς και την άμεση διακομιδή του πάσχοντος στην πλησιέστερη νοσηλευτική μονάδα.

Δηλητηρίαση από το στόμα

Πολλές ουσίες που βρίσκονται μέσα στο σπίτι είναι σε θέση να προκαλέσουν δηλητηρίαση, ιδιαίτερα στα παιδιά, όπως είναι τα απορρυπαντικά, τα καλλυντικά, τα εντομοκτόνα και τα φάρμακα.

Για την πρόληψη των δηλητηριάσεων είναι πολύ χρήσιμο όλες οι συσκευασίες που περιέχουν δηλητηριώδεις ουσίες να φέρουν πάντοτε διακριτική επισήμανση, να αναγράφουν το τηλέφωνο του Κέντρου Δηλητηριάσεων, το οποίο είναι «210-77-93-777» και να φυλάγονται σε μέρος απρόσιτο στα παιδιά. Η συχνότερη δηλητηρίαση από το στόμα είναι αυτή που προέρχεται από τη διατροφή του ατόμου με τρόφιμα, τα οποία δεν συντηρήθηκαν ή δεν παρασκευάστηκαν καλά, με αποτέλεσμα να έχουν μολυνθεί με μικρόβια, όπως είναι οι σταφυλόκοκκοι και οι σαλμονέλες.

Η δηλητηρίαση από σταφυλόκοκκους εμφανίζεται μέσα σε 2-4 ώρες από τη βρώση της μολυσμένης τροφής και εκδηλώνεται αρχικά κυρίως με ναυτία, εμετούς και πόνους στην κοιλιά και το κεφάλι, ενώ στη συνέχεια εμφανίζονται και οι διάρροιες.

Η δηλητηρίαση από σαλμονέλες εμφανίζεται συνήθως μετά από ώρες και μέχρι 1-2 ημέρες από το γεύμα και εκδηλώνεται με διάρροιες, πυρετό και άλλα γενικά σημεία καταβολής του οργανισμού.

Οι Πρώτες Βοήθειες που παρέχονται στις περιπτώσεις αυτές περιλαμβάνουν και τα ακόλουθα:

1. Αραίωση του δηλητηρίου

Η αραίωση του δηλητηρίου που βρίσκεται μέσα στο στομάχι του πάσχοντα είναι ο πιο πρόχειρος και σύντομος τρόπος αντιμετώπισης της δηλητηρίασης από το στόμα και επιτυγχάνεται με τη χορήγηση 1-2 ποτηριών νερού ή γάλακτος το συντομότερο δυνατό.

2. Κένωση του στομάχου

Συνήθως οι περισσότερες ουσίες απλώς παραμένουν μέσα στο στομάχι για χρονικό διάστημα 4 ωρών περίπου και στη συνέχεια προωθούνται στο έντερο, όπου και κυρίως απορροφούνται. Επειδή ο χρόνος αυτός δεν είναι αυστηρά καθορισμένος, συνιστάται η κένωση του στομάχου για την απομάκρυνση του δηλητηρίου να επιχειρείται σε κάθε περίπτωση δηλητηρίασης από το στόμα.

Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος κένωσης του στομάχου είναι η πρόκληση εμετού, επειδή αδειάζει ολόκληρο το περιεχόμενο του στομάχου και απομακρύνονται ακόμη και τα μεγαλύτερα τεμάχια των διάφορων ουσιών, όπως είναι τα δισκία των φαρμάκων.Ο εμετός προκαλείται πιο αποτελεσματικά και ακίνδυνα με την εφαρμογή μηχανικών μέσων, όπως είναι ο ελαφρός ερεθισμός της σταφυλής του στόματος ή του φάρυγγα με ένα στερεό αντικείμενο, όπως είναι το δάκτυλο του ατόμου ή ένα κουτάλι.

Τα χημικά μέσα πρόκλησης του εμετού, όπως το διάλυμα μαγειρικού άλατος ή μουστάρδας (1 κουταλάκι του γλυκού σε ένα ποτήρι νερό) δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά, ενώ τα φαρμακευτικά μέσα, όπως το σιρόπι ιπεκακουάνας και η ένεση σπομορφίνης, συνήθως δεν είναι διαθέσιμα κατά την παροχή των Πρώτων Βοηθειών.

Η κένωση του στομάχου δεν πρέπει να γίνεται στις περιπτώσεις δηλητηρίασης με καυστικές ουσίες (οξέα, αλκάλεα) και πετρελαιοειδή (βενζίνη, νέφτι, πετρέλαιο), στα άτομα που εμφανίζουν σπασμούς και κώμα, έχουν έμφραγμα του μυοκαρδίου ή βρίσκονται σε κατάσταση εγκυμοσύνης.

3. Αδρανοποίηση του δηλητηρίου

Μετά την κένωση του στομάχου και για την αδρανοποίηση των υπολειμμάτων του δηλητηρίου χορηγείται στον πάσχοντα Ενεργοποιημένος Ζωϊκός Άνθρακας (2 κουταλιές της σούπας διαλυμένες μέσα σε ένα ποτήρι νερό) ή μια κουταλιά της σούπας αλεύρι ή άμυλο ή πολτοποιημένη πατάτα. Με τον τρόπο αυτό το δηλητήριο προσροφάται επάνω στις ουσίες αυτές και γίνεται δυσαπορρόφητο.

4. Συνεχής εκτίμηση της γενικής κατάστασης του πάσχοντος

  • Σε κάθε περίπτωση δηλητηρίασης και κατά τη διάρκεια της διακομιδής

  • του πάσχοντος θα πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για τα ακόλουθα:

  • Τη διατήρηση ελεύθερων των αναπνευστικών οδών και την αποκατάσταση της πνευμονικής αναπνοής.

  • Την πρόληψη της καταπληξίας, με την τοποθέτηση του ατόμου που έχει τις αισθήσεις του στην ύπτια θέση με ανυψωμένα τα κάτω του άκρα.

  • Την αποφυγή των αιτιών των σπασμών, με την ελαχιστοποίηση των εξωτερικών ερεθισμάτων.

  • Την πρόληψη της υποθερμίας, με την κάλυψη του πάσχοντος με ένα επανωφόρι ή κλινοσκεπάσματα.

Εισπνοή δηλητηρίου

Κατά την εισπνοή δηλητηριωδών ουσιών είναι δυνατό να προκληθούν τοπικές βλάβες λόγω του ερεθισμού του αναπνευστικού βλεννογόνου, με αποτέλεσμα την εκδήλωση πόνου, βήχα, δύσπνοιας, μέχρι και απόφραξη των αεροφόρων οδών από το οίδημα και το σπασμό του λάρυγγα.

Πιο σημαντικές όμως είναι οι γενικές βλάβες του οργανισμού από τη δηλητηρίαση των τοξικών αναθυμιάσεων, οι οποίες μπορεί να είναι και θανατηφόρες.

Η συχνότερη δηλητηρίαση του είδους αυτού είναι η δηλητηρίαση από την εισπνοή του Μονοξειδίου του Άνθρακα (CO).

Οι πιο συνηθισμένες πηγές προέλευσης του CO είναι οι ατμοί της βενζίνης που δεν έχουν καεί τελείως, τα καυσαέρια των πετρελαιομηχανών και οι πηγές ατελούς καύσης των ξυλανθράκων (τζάκι, μαγκάλι).

Το CO είναι αέριο άχρωμο, άοσμο και άγευστο και για τους λόγους αυτούς η παρουσία του δεν γίνεται αμέσως αντιληπτή, με αποτέλεσμα τα θύματα της δηλητηρίασης με CO να αντιλαμβάνονται συνήθως το πρόβλημα, όταν είναι πια αρκετά αργά.

Η τοξικότητα του δηλητηρίου οφείλεται στη μεγάλη του χημική συγγένεια με την αιμοσφαιρίνη, η οποία είναι 200 φορές μεγαλύτερη από του οξυγόνου, με αποτέλεσμα τη δέσμευση της αιμοσφαιρίνης από το CO και την αδυναμία του αίματος να μεταφέρει οξυγόνο στους ιστούς.

Τα γενικά συμπτώματα και σημεία της ασφυξίας κυριαρχούν από το αναπνευστικό σύστημα, με εκδήλωση έντονης δύσπνοιας και δυσκολίας της πνευμονικής αναπνοής, μέχρι και τη διακοπή της και την εμφάνιση της κερασόχρωμης χροιάς του δέρματος και των βλεννογόνων, καθώς αυξάνεται η συγκέντρωση του CO στο αίμα.

Ο πάσχων αρχικά αναφέρει αίσθημα τάσης στο κεφάλι και εμβοές στα αυτιά, ενώ στη συνέχεια είναι δυνατό να εμφανίσει διαταραχή του επιπέδου της συνείδησης, μέχρι και κώμα.

Οι βασικές αρχές των Πρώτων Βοηθειών, οι οποίες παρέχονται στις περιπτώσεις αυτές, περιλαμβάνουν την απομάκρυνση του πάσχοντος από το μολυσμένο περιβάλλον, εφόσον διασφαλισθεί ότι ο διασώστης δεν διατρέχει κίνδυνο, την εξασφάλιση της αναπνευστικής λειτουργίας και τη διακομιδή του.

Δηλητηρίαση από το δέρμα

Πολλά δηλητήρια έχουν την ικανότητα να διέρχονται από το φραγμό του δέρματος και απορροφώμενα να προκαλούν δηλητηριάσεις.

Η συχνότερη και πιο επικίνδυνη δηλητηρίαση από το δέρμα είναι αυτή που προκαλείται από τις οργανοφωσφορικές ουσίες, οι οποίες περιέχονται στα διάφορα εντομοκτόνα.

Οι εκδηλώσεις της οξείας δηλητηρίασης από τις ουσίες αυτές είναι δυνατό να εμφανισθούν ακόμη και μετά πάροδο αρκετών ωρών από τη στιγμή της επαφής με την ουσία και περιλαμβάνουν την τριάδα «κωλικοειδή άλγη της κοιλιάς, εφίδρωση και μύση της κόρης του οφθαλμού». Στις σοβαρές περιπτώσεις εμφανίζονται και παραλύσεις και σπασμοί των μυών.

Οι Πρώτες Βοήθειες που παρέχονται στις περιπτώσεις αυτές αποσκοπούν στην άμεση απομάκρυνση του δηλητηρίου από το δέρμα, με την καλή έκπλυση της επιφανείας του με άφθονο νερό, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση των χημικών εγκαυμάτων, στη διασφάλιση της αναπνευστικής λειτουργίας και στην ταχύτερη διακομιδή του πάσχοντα στην πλησιέστερη νοσηλευτική μονάδα.

Εκεί θα του χορηγηθεί καθαρό οξυγόνο και ατροπίνη 1 mg, το συντομότερο δυνατό και κάθε 10 λεπτά, μέχρι να εμφανισθούν τα σημεία ατροπινισμού (ταχυκαρδία, ξηροστομία, μυδρίαση και ερυθρότητα του προσώπου).

Δηλητηρίαση με ενέσεις

Η κατάσταση αυτή οφείλεται στην τυχαία υπέρβαση της δόσης ή την κατάχρηση των φαρμάκων.

Το άτομο που κάνει συστηματική κατάχρηση φαρμάκων συνήθως εμφανίζει σημάδια από τις ενέσεις στην πρόσθια επιφάνεια του άνω άκρου και συχνά οι φλέβες της περιοχής εμφανίζονται εξέρυθρες και θρομβωμένες

Οι γενικές εκδηλώσεις τις δηλητηρίασης είναι ανάλογες με το είδος της φαρμακευτικής ουσίας και οι Πρώτες Βοήθειες που παρέχονται στις περιπτώσεις αυτές αποσκοπούν στη διατήρηση της πνευμονικής και της καρδιακής λειτουργίας και στην άμεση διακομιδή του πάσχοντος στην πλησιέστερη νοσηλευτική μονάδα.

Αναφυλακτική καταπληξία

Η αναφυλακτική καταπληξία είναι μια βαριά αλλεργική αντίδραση του οργανισμού, η οποία είναι δυνατό να εμφανισθεί μέσα σε λίγα λεπτά ή δευτερόλεπτα της ώρας μετά από κάθε δηλητηρίαση με κάποια ουσία, στην οποία το άτομο είναι ευαίσθητο.

Τα συμπτώματα και τα σημεία της αναφυλακτικής καταπληξίας είναι γενικά και αφορούν κυρίως το αναπνευστικό και το κυκλοφορικό σύστημα, καθώς το 70% των θανάτων οφείλονται σε διαταραχή του αναπνευστικού και το 24% σε διαταραχή του καρδιαγγειακού συστήματος, ενώ εμφανίζονται και εκδηλώσεις από το δέρμα, το πεπτικό και το κεντρικό νευρικό σύστημα.

Οι κυριότερες εκδηλώσεις είναι η δύσπνοια, λόγω οιδήματος του λάρυγγα, η υπόταση και η καταπληξία, λόγω της αγγειοπαράλυσης, το ερύθημα, ο κνησμός και το οίδημα του δέρματος, η ναυτία, οι εμετοί και οι διάρροιες και διαταραχές του επιπέδου της συνείδησης.

Η προφύλαξη είναι πολύ σημαντική και αποτελεί το θεμέλιο λίθο για την αποφυγή της αναφυλαξίας.

Η αντιμετώπιση γίνεται με την άμεση χορήγηση 0,2-0,5 ml αδρεναλίνης (1/1000) ενδομυϊκά στο δελτοειδή μυ, τη διατήρηση της αναπνευστικής λειτουργίας και την αντιμετώπιση της καταπληξίας.