Ηλεκτρoφυσιολογική μελέτη - Ηλεκτροφυσιολογία

Είναι αιματηρή μέθοδος μελέτης των αρρυθμιών που γίνεται στο αιμοδυναμικό εργαστήριο. Χρησιμοποιούνται 2-4 καθετήρες- ηλεκτρόδια που εισάγονται διαδερμικά από την μηριαία φλέβα και προωθούνται υπό ακτινοσκοπικό έλεγχο

  1. Στον άνω δεξιό κόλπο κοντά στο φλεβόκομβο και καταγράφεται η εκπόλωση του κόλπου (Α),

  2. Στο στεφανιαίο κόλπο όπου καταγράφεται η εκπόλωση του αριστερού κόλπου,

  3. Κάτω από την διαφραγματική γλωχίνα της τριγλώχινος καταγράφεται το δυναμικό του His (H) και της δεξιάς κοιλίας (V) και τέλος

  4. Στην κορυφή της δεξιάς κοιλίας για την καταγραφή της κοιλιακής εκπόλωσης (V).  Κάνοντας καταγραφή του ηλεκτρογράμματος του άνω δεξιού κόλπου και του His μπορεί να διαιρεθεί η αγωγιμότητα από το φλεβόκομβο μέχρι τις ίνες του Purkinje, δηλαδή το διάστημα PQ του ηλεκτροκαρδιογραφήματος (ΗΚΓ), στα εξής τμήματα:

1) Διάστημα ΡΑ: από την αρχή του Ρ του ΗΚΓ μέχρι την αρχή του Α του ηλεκτρογράμματος, που παριστάνει τη διάρκεια της κολπικής αγωγιμότητας με φυσιολογικές τιμές 25-55 ms.

2) Διάστημα ΑΗ: από την αρχή του Α μέχρι την αρχή του επάρματος Η (His), που παριστάνει την αγωγή δια μέσου του κολποκοιλιακού κόμβου με φυσιολογικές τιμές 60-140 mδευτερόλεπτο.

3) Διάστημα HV: από την αρχή του επάρματος Η μέχρι την αρχή του επάρματος V του ηλεκτρογράμματος His ή του QRS του ταυτόχρονα λαμβανομένου ΗΚΓ, που παριστάνει το χρόνο αγωγής του ερεθίσματος στο δεμάτιο του His, τα σκέλη του δεματίου και τις ίνες Purkinje μέχρι τη διέγερση του κοιλιακού μυοκρδίου με φυσιολογικές τιμές από 35-55 mδευτερόλεπτο.

Ενδείξεις του ηλεκτρογράμματος His

Με το ηλεκτρόγραμμα του His επιδιώκεται:

1) Η ακριβής εντόπιση της διαταραχής της κολποκοιλιακής αγωγής. Εάν η διαταραχή αυτή εντοπίζεται στον κολποκοιλιακό κόμβο το διάστημα Α-Η αυξάνεται, ενώ το διάστημα Η-V παραμένει φυσιολογικό. Εάν η ανωμαλία αυτή βρίσκεται χαμηλότερα στο δεμάτιο και τα σκέλη του His-ίνες Purkinje, τότε το Α-Η είναι φυσιολογικό και το Η-V αυξημένο.

2) Η διάγνωση υπερκοιλιακής ή κοιλιακής αρρυθμίας στις περιπτώσεις που το κλασικό ΗΚΓ είναι αμφίβολο. Τούτο συμβαίνει π.χ., σε ταχυκαρδία με αποκλεισμό σκέλους του δεματίου του His, οπότε είναι δύσκολο να βεβαιώσει κανείς ότι τα συμπλέγματα QRS οφείλονται σε ερεθίσματα που κατέρχονται κανονικά από τους κόλπους(υπερκοιλιακή ταχυκαρδία) ή σε ερεθίσματα που παράγονται σε κοιλιακό μυοκάρδιο (κοιλιακή ταχυκαρδία).

3) Η διερεύνηση του μηχανισμού των αρρυθμιών. Εάν εκτός από το ηλεκτρόδιο που καταγράφει το ηλεκτρόγραμμα του His, εαν τοποθετηθούν και άλλα ηλεκτρόδια-καθετήρες, π.χ, ένα ψηλά και το άλλο χαμηλά στο δεξιό κόλπο ή ακόμη και ένα άλλο στον αριστερό κόλπο, μπορεί να διαπιστωθεί η πορεία της κολπικής διεγέρσεως από τη χρονική συσχέτιση των λαμβανομένων επαρμάτων Α, μπορεί δηλαδή να γίνει μιά χαρτογράφηση (mapping) της ενδοκολπικής αγωγής. Ακριβώς το ίδιο, δηλαδή με προώθηση των ηλεκτροδίων σε άλλες ενδοκοιλοτικές θέσεις, μπορεί να γίνει χαρτογράφηση της ενδοκοιλιακής αγωγής. Με τον τρόπο αυτό εντοπίζεται, π.χ. το πρόσθετο δεμάτιο του Kent σε σύνδρομο Wolff-Parkinson-White, γίνεται δε καλύτερα αντιληπτός ο μηχανισμός των διαφόρων αρρυθμιών.

Σε συνάρτηση με τις ανωτέρω προσπάθειες, κατά τον ηλεκτροφυσιολογικό έλεγχο μπορεί να γίνει και πρόκληση μιας αρρυθμίας με τεχνητή διέγερση του κολπικού ή κοιλιακού μυοκαρδίου. Εάν η προκαλούμενη αρρυθμία έχει την ίδια ακριβώς ηλεκτροκαρδιογραφική εικόνα με την αρρυθμία από την οποία πάσχει ο ασθενής, τότε ο μηχανισμός αυτής κατά πάσα πιθανότητα θα είναι παρόμοιος με τον τρόπο που την προκαλέσαμε. Με τον ίδιο τρόπο εκτιμάται και το θεραπευτικό αποτέλεσμα ενός αντιαρρυθμικού φαρμάκου. Εάν δεν μπορούμε να προκαλέσουμε την αρρυθμία μετά τη χορήγηση του φαρμάκου, σημαίνει ότι το χορηγούμενο φάρμακο είναι αποτελεσματικό.

Επίσης σε υποψία συνδρόμου νοσούντος φλεβοκόμβου με τη χορήγηση ενός ή περισσοτέρων τεχνητών ηλεκτρικών ερεθισμάτων αναστέλλεται η λειτουργία του φλεβοκόμβου και προσδιορίζεται ο χρόνος ανανήψεως αυτού μετά τη διακοπή της τεχνητής βηματοδότησης. Ο χρόνος ανανήψεως του φλεβοκόμβου δεν υπερβαίνει φυσιολογικά τη διάρκεια ενός καρδιακού κύκλου του ασθενούς περισσότερο από 25%.