Ινότροπα φάρμακα καρδιάς

Στην κατηγορία αυτή υπάγονται οι καρδιακές γλυκοσίδες, οι αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης και τα συμπαθητικομιμητικά. Τα φάρμακα με θετική ινότροπη δράση αυξάνουν τη δύναμη συστολής του μυοκαρδίου.

ΚΑΡΔΙΑΚΕΣ ΓΛΥΚΟΣΙΔΕΣ

Κύριες ενδείξεις για χορήγηση καρδιακών γλυκοσιδών αποτελούν η καρδιακή ανεπάρκεια και οι υπερκοιλιακές αρρυθμίες. Στην καρδιακή ανεπάρκεια η ένδειξη είναι απόλυτη ανεξαρτήτως των άλλων συνθηκών. Μοναδική αντένδειξη είναι ο τοξικός δακτυλιδισμός.

Η αντιαρρυθμική δράση της δακτυλίτιδας οφείλεται κυρίως σε άμεση και έμμεση (διέγερση του πνευμονογαστρικού) αρνητική δρομότοπη επίδραση στην κολποκοιλιακή αγωγή (προστατεύει δηλαδή τις κοιλίες από τα πολλαπλά ερεθίσματα του κολπικού πτερυγισμού ή της μαρμαρυγής). Η φλεβοκομβική ταχυκαρδία δεν αποτελεί ένδειξη χορήγησης δακτυλίτιδας. Αν οφείλεται σε καρδιακή ανεπάρκεια η διόρθωσή της με δακτυλίτιδα θα επιβραδύνει και τον φλεβοκομβικό ρυθμό.

Μεταξύ των καρδιακών γλυκοσιδών η διγοξίνη είναι το φάρμακο εκλογής, κατάλληλη για οξύ και χρόνιο δακτυλιδισμό. Επειδή αποβάλλεται από τους νεφρούς δεν συνιστάται ιδιαιτέρως σε νεφρική ανεπάρκεια. Στην περίπτωση αυτή προτιμάται η διγιτοξίνη που μεταβολίζεται στο ήπαρ.

Σε εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών η καλύτερη αγωγή είναι η διακοπή της δακτυλίτιδας. Όταν συνυπάρχουν σοβαρές κοιλιακές αρρυθμίες μπορούν να χορηγηθούν φαινυντοϊνη ή λιδοκαίνη. Σε σοβαρό κολποκοιλιακό αποκλεισμό μπορεί να γίνει βηματοδότηση. Επίσης πρέπει να διορθώνονται τυχόν υπάρχουσες ηλεκτρολυτικές διαταραχές ή υποξαιμία. Σε τοξικό δακτυλιδισμό μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ειδικά αντισώματα.

ΑΚΕΓΥΛΟΔΙΓΟΞΙΝΗ

Δοσολογία: Από το στόμα δόση κορεσμού 0.75-1 mg την ημέρα (συνήθως για 2-3 ημέρες). Δόση συντήρησης 0.25-0.5 mg την ημέρα εφάπαξ.

Λοιπά: Βλ. Διγοξίνη. Μορφές-Περιεκτικότητες: tablets 0.25 mg.

Ιδιοσκευάσματα: CEDIGOCINE/Sandoz: tab 0.25 mg χ 25

ΔΙΓΙΤΟΞΙΝΗ

Ενδείξεις: Βλ. Διγοξίνη. Προτιμάται σε αρρώστούς με νεφρική ανεπάρκεια και σε ορισμένες περιπτώσεις κολπικής μαρμαρυγής.

Αλληλεπιδράσεις: Γενικώς όπως της διγοξίνης. Η κινιδίνη δεν φαίνεται να επηρεάζει τα επίπεδά της στο αίμα. Με φαινολοβουταζόνη, φαινοφιβράτη και φαινυτοίνη επιταχύνεται ο μεταβολισμός της στο ήπαρ.

Προσοχή στη χορήγηση: Βλ. Διγοξίνη. Επιπλέον σε ηπατική ανεπάρκεια. Τοξικά επίπεδα στο αίμα > 35 ng/ml.

Δασολογία: Από το στόμα αρχική δόση 0.6 mg ακολουθούμενη από 0.4 mg και στη συνέχεια 0.2 mg/4-6 ώρες (ταχύς δακτυλιδισμός) ή συνήθως 0.2 mg δύο φορές την ημέρα για 4 περίπου ημέρες (βραδύς δακτυλιδισμός). Δόση συντήρησης 0.05-0.2 mg την ημέρα εφάπαξ.

Ιδιοσκευάσματα:

DIGITALINE NATIVELLE/Lavipharm: tab 0.1 mg χ 40, or.so.d 1 mg/ml χ 10 ml

ΔΙΓΟΞΙΝΗ

Ενδείξεις: Καρδιακή ανεπάρκεια, υπερκοιλιακές αρρυθμίες, ιδιαίτερα στην κολπική μαρμαρυγή.

Αντενδείξεις: Σε βαρειά καρδιακή ανεπάρκεια δεν υπάρχουν απόλυτες, απαιτείται όμως ιδιαίτερη προσοχή σε διάφορες καταστάσεις. (Βλ. Προσοχή στη χορήγηση).

Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ανορεξία, ναυτία, εμετοί, κοιλιακά άλγη, διάρροια, κεφαλαλγία, κόπωση, σύγχυση, τρόμος, σπασμοί, παραισθήσεις, διαταραχές όρασης (δυσχρωματοψία, διπλωπία), αρρυθμίες παντός τύπού και συνηθέστερα φλεβοκομβική βραδυκαρδία, κομβικός ρυθμός διαφυγής, έκτακτες κοιλιακές συστολές, διδυμία, τριδυμία, κομβική ταχυκαρδία, παμοξυσμική κολπική ταχυκαρδία με αποκλεισμό, κοιλιακή ταχυκαρδία, διαταραχές κολποκοιλιακής αγωγιμότητας.

Αλληλεπιδράσεις: Η υποκαλιαμία οποιασδήποτε αιτιολογίας (χορήγηση διουρητικών, ινσουλίνης, κορτικοστεροειδών, κλπ.) αυξάνει τον κίνδύνο τοξικού δακτυλιδισμού. Με συμπαθητικομιμητικές αμίνες, αλκαλοειδή της ρεζερπίνης, άλατα ασβεστίού (παρεντερικώς χορηγούμενα) και σουκκινολοχολίνη αυξάνεται σημαντικώς ο κίνδύνος αρρυθμιών. Με αντιχολινεργικά, ερυθρομυκίνη, τετρακυκλίνη, υδροξυχλωροκίνη, βεραπαμίλη, νιφεδιπίνη, κινιδίνη και κινίνη μπορούν να αυξηθούν τα επίπεδά της στο αίμα και ο κίνδύνος τοξικής επίδρασης. Αντιόξινα (ενώσεις αργιλίου και μαγνησίου), προσροφητικές ουσίες (καολίνη, πηκτίνη χλπ.), αμινοσαλικυλικό οξύ, σουλφασαλαζίνη, χολεστυραμίνη, και ορισμένα αντινεοπλασματικά μειώνουν την απορρόφησή της.

Προσοχή στη χορήγηση: Σε βραδυκαρδία, κολποκοιλιακό αποκλεισμό, πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου, νεφρική ανεπάρκεια. Επίσης σε ηλικιωμένα άτομα, ισχαιμία μυοκαρδίού, αναπνευστική νόσο με υποξαιμία, υπερθυρεοειδισμό, υποκαλιαιμία και αλκοολική μυοκαρδιοπάθεια υπάρχει αυξημένη ευαισθησία σε τοξική επίδραση της δακτυλίτιδας. H ενδομυική χορήγηση να αποφεύγεται γιατί δεν υπάρχει σταθερή απορρόφηση. Να απορρίπτονται ενέσιμα διαλύματα αλλοιωμένης χροιάς ή με παρουσία ιζημάτων. Σ' όλες τις παραπάνω καταστάσεις η έναρξη της αγωγής πρέπει να γίνεται με μικρότερες δόσεις αν είναι δυνατό με προσδιορισμό της στάθμης διγοξίνης στο πλάσμα (6 ώρες μετά τη χορήγηση από το στόμα). Θεραπευτικά επίπεδα 1-2 ng/ml συνήθως, δεν υποδηλώνεται οπωσδήποτε τοξικότητα σε επίπεδα >2ng/ml ή υποδακτυλιδισμός σε επίπεδα <1ng/ml.

Δασολογία: Από το στόμα 0.25-0.5 mg την ημέρα για μια εβδομάδα (βραδύς δακτυλιδισμό5) ή ενδοφλεβίως 1-1.5 mg ακολουθούμενη από 0.25 mg/24ωρο με ηλεκτροκαρδιογραφική παρακολούθηση (ταχύς δακτυλιδισμός). Δόση συντήρησης 0.25-0.5 mg την ημέρα. Στα παιδιά η δόση ρυθμίζεται αναλόγως τον βάρους του σώματος. Σε ηλικιωμένους ασθενείς μικρότερη δόση συντήρησης (0.125-0.25 mg ημερησίως).

Σταθερότητα-Φύλαξη: Δισκία και διαλύματα να προστατεύονται από την επίδραση του φωτός.

Ιδιοσκευάσματα

DIGOXIN SANDOZ/Sandoz: tab 0.25 mg x 25

LANOXIN/Wellcome: tab 0.25 mg χ 25, elix 0.05 mg/ml (paed) χ 60 ml.

ΜΕΔΙΓΟΞΙΝΗ

Δοσολογία: Από το στόμα ή ενδοφλεβίως 0.2 mg δύο φορές την ημέρα για 3-5 ημέρες. Δόση συντήρησης 0.1 mg 2-3 φορές την ημέρα.

Λοιπά: Βλ. Διγοξίνη.

Ιδιοσκευάσματα: LANITOP/Φαρμαλέξ: tab 0.1 mg χ 50, or.so.d 0.6 mg/ml χ 10 ml, inj.sol 0.2 mg/2 ml-amp χ 5.

ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΦΩΣΦΟΔΙΕΣΤΕΡΑΣΗΣ

Η μιλρινόνη και η ενοξιμόνη είναι εκλεκτικοί αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης που ασκούν τη μέγιστη δράση τους στο μυοκάρδιο. Μετά τη χορήγησή τους έχει παρατηρηθεί παρατεταμένη αιμοδυναμική ευεργετική επίδραση, αλλά δεν υπάρχουν ακόμη αποδείξεις για ευεργετικό αποτέλεσμα στην επιβίωση.

Στην Ελλάδα κυκλοφορεί μόνο η μιλρινόνη.

ΜΙΛΡΙΝΟΝΗ

Ενδείξεις: Σοβαρή συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια ανεκτική στη συνήθη αγωγή (δακτυλίτιδα, διουρητικά, αγγειοδιασταλτικά) για βραχύ χρόνο (όχι αμέσως μετά από έμφραγμα μυοκαρδίου).

Αντενδείξεις: Καρδιακή ανεπάρκεια συνοδευόμενη από υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια, στενωτικές ή αποφρακτικές βαλβιδικές παθήσεις ή άλλες αποφράξεις τον χώρου εξώθησης της αριστερής κοιλίας. Υπερευαισθησία στο φάρμακο.

Ανεπιθύμητες ενέργειες: Εκτακτες συστολές και σπανιότερα υπερκοιλιακές αρρυθμίες ή κοιλιακή ταχυκαρδία, υπόταση, πονοκέφαλος, ναυτία και έμετος, διάρροια, πυρετός, ρίγη, ολιγουρία, κατακράτηση ούρων και πόνοι στα άνω και κάτω άκρα.

Προσοχή στη χορήγηση: Στενή παρακολούθηση κατά τη διάρκεια της ενδοφλέβιας έγχυσης. Να μη χορηγείται ταυτόχρονα στη συσκευή εγχύσεως του φαρμάκου φουροσεμίδη γιατί αντιδρά χημικά μαζί του και το καθιζάνει. Παρακολούθηση αρτηριακής πίεσης, καρδιακής συχνότητας, στάθμης ηλεκτρολυτών, αιμοπεταλίων, ηπατικών ενζύμων, μείωση της δόσης σε νεφρική ανεπάρκεια.

Δασολογία: Χορηγείται ενδοφλεβίως βραδέως (πάνω από 10 λεπτά) σε δόση 50 μικρογραμμαρίων/kg βάρους σώματος, ακολουθούμενο από ενδοφλέβια έγχυση με ρυθμό 375-750 μg/kg/min, συνήθως για 12 ώρες μετά την εγχείρηση καρδιάς ή για 48-72 ώρες σε συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια. Μέγιστη ημερήσια δόση 1.13mg/kg

Ιδιοσκευάσματα: COROTROPE/Sanοfi Winthτop: inj.so.inf 10 mg/10 ml-αmρ χ 5

ΣΥΜΠΑΘΗΤΙΚΟΜΙΜΗΤΙΚΑ (ΑΔΡΕΝΕΡΓΙΚΟΙ ΔΙΕΓΕΡΤΕΣ)

Τα συμπαθομιμητικά φάρμακα και γενικότερα οι συμπαθομιμητικές ουσίες προκαλούν ενέργειες οι οποίες μοιάζουν με τη διέγερση των νευρικών απολήξεων του συμπαθητικού συστήματος.
Από κλινική σκοπιά οι ουσίες αυτές διαχωρίζονται σε αδρενεργικές ουσίες και μη αδρενεργικές. Οι αδρενεργικές ουσίες με τη σειρά τους διαχωρίζονται σε κατεχολαμίνες και μη κατεχολαμίνες. Οι κατεχολαμίνες μπορούν να διαιρεθούν στις ενδογενείς, όπως η αδρεναλίνη, η νοραδρεναλίνη, η ντοπαμίνη και στις συνθετικές, όπως η ισοπρεναλίνη και η δοβουταμίνη.
Στις μη κατεχολαμίνες ανήκουν διάφορες ουσίες, οι οποίες δρουν στο συμπαθητικό νευρικό σύστημα είτε απ' ευθείας επί των αδρενεργικών υποδοχέων είτε έμμεσα προκαλώντας έκλυση νοραδρεναλίνης. Οι ουσίες αυτές είναι η εφεδρίνη, η μεταραμινόλη, η φαινυλεφρίνη, η θειϊκή μεφαιντερμίνη και η υδροχλωρική ετιλεφρίνη.
Όλες οι κατεχολαμίνες ασκούν την ινότροπη δράση τους και τις επιδράσεις τους επί των αγγείων μέσω διέγερσης των αδρενεργικών υποδοχέων. Oι αδρενεργικοί υποδοχείς ταξινομούνται ως α, οι οποίοι και διαχωρίζονται σε α1 και α2 και ως β οι οποίοι διαχωρίζονται ως β1 και β2 καθώς και σε ντοπαμινεργικούς υποδοχείς οι οποίοι επίσης διαχωρίζονται σε DA1 και DA2 (βλ. και 3.1).
Οι κατεχολαμίνες ασκούν τις αιμοδυναμικές τους επιδράσεις με άμεση ή έμμεση δράση σ' αυτούς τους αδρενεργικούς υποδοχείς. Έμμεσα δρώσες κατεχολαμίνες ασκούν τη δράση τους διεγείροντας την απελευθέρωση νευρομεταβιβαστών από τις τελικές συμπαθητικές απολήξεις, ενώ οι απευθείας δρώσες δρουν άμεσα στους αδρενεργικούς υποδοχείς. Μερικές ουσίες (ντοπαμίνη και εφεδρίνη) είναι ικανές για άμεση και έμμεση διέγερση, ανάλογα με τη δόση χορήγησης.
Ανεξάρτητα από τον τρόπο δράσης τους, άμεσo ή έμμεσο, όλες οι κατεχολαμίνες ασκούν τη θετική ινότροπη δράση τους κατόπιν διεγέρσεως των β1 υποδοχέων.
Η κλινική αποτελεσματικότητα για οποιαδήποτε αδρενεργική ουσία επηρεάζεται από τη διαθεσιμότητα, δηλαδή την πυκνότητα των υποδοχέων, καθώς και από τη δυνατότητα ανταπόκρισής τους, δηλ. τη συγγένεια της ουσίας προς τους β-υποδοχείς. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου παρατηρείται αύξηση ή ελάττωση του αριθμού των υποδοχέων, καθώς και τροποποίηση της χημικής συγγένειάς τους με τις κατεχολαμίνες. Για να εξασφαλίσει κανείς μέγιστο αιμοδυναμικό αποτέλεσμα πρέπει να λάβει υπόψη τους παρακάτω παράγοντες: τη συγκέντρωση του φαρμάκου, τον αριθμό και τη χημική συγγένεια των αδρενεργικών υποδοχέων και τη διαθεσιμότητα των ιόντων ασβεστίου. Ανάλογα με την ύπαρξη των διαφόρων υποδοχέων σ' ένα όργανο και τη διέγερση αυτών από τις παραπάνω ουσίες προκύπτουν τα αντίστοιχα αποτελέσματα. Οι κύριες φαρμακολογικές τους δράσεις συνοψίζονται στον πίνακα 2.1.
Η επινεφρίνη, η ισοπρεναλίνη, η φαινυλεφρίνη και η μεφαιντερμίνη έχουν σχετικά περιορισμένες εφαρμογές στην καθημερινή κλινική πράξη για την αντιμετώπιση των καρδιοαγγειακών παθήσεων. Οι τρεις πρώτες όμως χρησιμοποιούνται ευρύτατα σε καταστάσεις χαμηλής καρδιακής παροχής, μετά από εγχειρήσεις ανοικτής καρδιάς ή στις στεφανιαίες μονάδες μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου. Επίσης, στις μονάδες εντατικής θεραπείας σε περιπτώσεις κυκλοφορικής καταπληξίας. Η επινεφρίνη επιδρά τόσο στους β όσο και στους α υποδοχείς και αυξάνει τη συσπαστικότητα και τον καρδιακό ρυθμό (δράση β1), ενώ στα αγγεία προκαλεί είτε αγγειοδιαστολή (δράση β2) είτε σύσπαση (δράση α).
Η νορεπινεφρίνη χρησιμοποιείται πολύ σπάνια και η χρήση της μεταραμινόλης έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί. Σήμερα χρησιμοποιούνται οι νεώτερες ουσίες δοπαμίνη και δοβουταμίνη με εμφανώς σημαντικά πλεονεκτήματα.

ΠINAKAΣ 2.1: OI ΦAPMAKOΛOΓIKEΣ ΔPAΣEIΣ TΩN AΔPENEPΓIKΩN ΔIEΓEPTΩN
 

 

 

1= Iνότροπη δράση
2= Xρονότροπη δράση α
3= Aγγειοσύσπαση
4= Aγγειοδιαστολή
5= Nεφρική αιμάτωση
6= Kαρδιακή παροχή
7= Oλικές περιφερικές αντιστάσεις
8= Aρτηριακή πίεση
α: Eνδεχόμενη βραδυκαρδία από αντανακλαστικούς μηχανισμούς.
β: Eπίδραση στη συστολική πίεση.
γ: Eπίδραση στη διαστολική πίεση.
δ: Δοσοεξαρτώμενη δράση.
ε: Aγγειοδιαστολή νεφρικών και σπλαγχνικών αγγείων με δόσεις < 10-12 μg/kg/min.


ΕΠΙΝΕΦΡΙΝΗ (ή Αδρεναλίνη)

Ενδείξεις: Καρδιακή ανακοπή, σύνδρομο Adams-Stokes.
Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στο φάρμακο, μυοκαρδιοπάθεια, ανεπάρκεια στεφανιαίων, υπέρταση.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ταχυκαρδία, αρρυθμία, υπέρταση, στηθάγχη, δύσπνοια, πνευμονικό οίδημα, εγκεφαλική και υπαραχνοειδής αιμορραγία, ανησυχία, σφύζουσα κεφαλαλγία, τρόμος, ζάλη, ναυτία, έμετοι, υπερίδρωση, ωχρότητα δέρματος, αδυναμία, τοπική ισχαιμία.
Αλληλεπιδράσεις: Έχει συνεργική δράση με τα άλλα συμπαθομιμητικά φάρμακα, αδρανοποιείται από αλκάλεα και οξειδωτικούς παράγοντες. Η δράση της ενισχύεται με τα αντιισταμινικά και τη θυροξίνη. Τα διουρητικά, τα νιτρώδη και οι αναστολείς των α-αδρενεργικών υποδοχέων ανταγωνίζονται την υπερτασική της δράση. Οι καρδιακές γλυκοσίδες αυξάνουν τον κίνδυνο αρρυθμιών, οι β-αποκλειστές αυξάνουν την υπερτασική της δράση.
Προσοχή στη χορήγηση: Να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ηλικιωμένα άτομα και άτομα με καρδιακές παθήσεις, υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη, υπερθυρεοειδισμό, εμφύσημα και ψυχικές διαταραχές. Στην εγκυμοσύνη και παιδιά (μόνο σε απόλυτη ανάγκη). Συμπτώματα υπερδοσολογίας αντιμετωπίζονται με χορήγηση αναστολέων των α- και β-υποδοχέων.
Δοσολογία: Καρδιακή ανακοπή 0.5 έως 1 mg ενδοκαρδιακώς ή ενδοφλεβίως η οποία ακολουθείται από εξωτερικές καρδιακές μαλάξεις. Σε καταστάσεις χαμηλής καρδιακής παροχής μετά από εγχειρήσεις ανοικτής καρδιάς χορηγείται σε συνεχή ενδοφλέβια έγχυση σε δόσεις 2-20 μg/min από ανάλογο διάλυμα του φαρμάκου που προστίθεται σε διάλυμα γλυκόζης 250 ml. Επίσης σε δόση 30-100 μg μονομιάς (bolus) σε καταστάσεις βαριάς καρδιακής ανακοπής. Η δόση μπορεί να επαναλαμβάνεται κάθε 5-10 λεπτά.
Μορφές-Περιεκτικότητες:*
inject. solution 1 mg/1 ml-amp
Ιδιοσκευάσματα:
ADRENALINE INJECTION/DEMO/Demo: inj.sol 1 mg/1 ml-amp x 50, 66 (τιμή ανά amp)

* Οι περιεκτικότητες εκφράζονται σε επινεφρίνη.

NTΟMΠΟΥΤΑΜΙΝΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ

Ενδείξεις: Ινότροπη υποστήριξη της καρδιάς σε περιπτώσεις μειωμένης συσπαστικότητας από οργανική καρδιακή νόσο ή χρόνια συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια ή έμφραγμα του μυοκαρδίου ή χειρουργική επέμβαση στην καρδιά.
Αντενδείξεις: Ιδιοπαθής υπερτροφική υπαορτική στένωση, υπερευαισθησία στο φάρμακο.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ταχυκαρδία, υπέρταση, έκτοποι κοιλιακοί παλμοί. Ναυτία, κεφαλαλγία, στηθάγχη, αίσθημα παλμών, δύσπνοια.
Αλληλεπιδράσεις: Με νιτροπρωσσικό νάτριο ενισχύεται η καρδιακή παροχή και μειώνεται η πίεση ενσφηνώσεως των πνευμονικών τριχοειδών. Το κυκλοπροπάνιο και τα αλογονωμένα αναισθητικά ευαισθητοποιούν το μυοκάρδιο στην αρρυθμιογόνο δράση της δοβουταμίνης. Με ωκυτοκίνη, αναστολείς της ΜΑΟ και τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά υπάρχει κίνδυνος υπερτασικής κρίσης. Αυξάνει τις ανάγκες ινσουλίνης στους διαβητικούς. Η ανάμιξή της είναι ασύμβατη με αλκαλικά διαλύματα, υδροκορτιζόνη, κεφαζολίνη, κεφαμανδόλη, κεφαλοθίνη, πενικιλλίνη, ηπαρίνη.
Προσοχή στη χορήγηση: Πριν από τη χορήγησή της να διορθώνεται τυχόν υπάρχουσα υποογκαιμία. Σε κολπική μαρμαρυγή να χορηγείται προηγουμένως διγοξίνη. Σε υπερτασικούς ασθενείς αυξημένος κίνδυνο υπερτασικής αντίδρασης. Στην εγκυμοσύνη να χρησιμοποιείται μόνο όταν η προσδοκώμενη ωφέλεια αντισταθμίζει τις πιθανές βλάβες του εμβρύου. Δεν είναι βεβαιωμένη η ασφάλειά της στα παιδιά. Κατά τη χορήγησή της πρέπει να παρακολουθούνται συνεχώς το ΗΚΓ, η αρτηριακή πίεση, η διούρηση και αν είναι δυνατόν η κεντρική φλεβική πίεση και η πίεση της πνευμονικής αρτηρίας.
Δοσολογία: Σε ενδοφλέβια έγχυση για χρόνο ανάλογο με την ανταπόκριση του ασθενούς. Ο ρυθμός της έγχυσης μπορεί να κυμαίνεται από 5 έως 40 μg/kg/min. Το διάλυμα παρασκευάζεται με αραίωση του φαρμάκου σε 250 ή 500 ml ισότονου διαλύματος δεξτρόζης ή χλωριούχου νατρίου και πρέπει να χρησιμοποιείται εντός 24 ωρών.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution-infusion 250 mg/20 ml-vial, 500 mg/250 ml-vial
Ιδιοσκευάσματα:
DOBUTAMINE HYDROCHLORIDE/ABBOTT/Abbott: inj.so.inf 500 mg/250 ml-vial x 1, 4826
INOTREX/Φαρμασερβ Λιλλυ: inj.so.inf 250 mg/ 20 ml-vial x 1, 3178

NTΟΠΑΜΙΝΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ

Ενδείξεις: Καταπληξία από έμφραγμα του μυοκαρδίου, καρδιακή ανεπάρκεια, διατατική μυοκαρδιοπάθεια, εγχείρηση ανοικτής καρδιάς, τραυματισμό, σηψαιμία, νεφρική ανεπάρκεια.
Αντενδείξεις: Ταχυαρρυθμία, κοιλιακή μαρμαρυγή, φαιοχρωμοκύτωμα.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Έκτοποι παλμοί, ταχυκαρδία, στηθάγχη, υπόταση, αγγειόσπασμος, δύσπνοια, κεφαλαλγία, ναυτία και έμετοι. Σπανιότερα βραδυκαρδία, διεύρυνση του QRS, υπέρταση, αζωθαιμία.
Αλληλεπιδράσεις: Με αναστολείς της ΜΑΟ να χορηγούνται μικρότερες δόσεις. Τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά αυξάνουν την υπερτασική δράση. Το κυκλοπροπάνιο και τα αλογονωμένα αναισθητικά ευαισθητοποιούν το μυοκάρδιο στη δράση της ντοπαμίνης. Με ωκυτοκίνη προκαλεί επίμονη υπέρταση, με φαινυτοΐνη προκαλούνται σπασμοί, υπόταση και βραδυκαρδία. Eμποδίζει τη δράση των β-αποκλειστών. Ενισχύει τη δράση των διουρητικών.
Προσοχή στη χορήγηση: Πριν από τη χορήγησή της να διορθώνεται τυχόν υπάρχουσα υποογκαιμία. Ασθενείς με αποφρακτικού τύπου μυοκαρδιοπάθεια χρειάζονται συνεχή παρακολούθηση και μείωση ή διακοπή της χορήγησης αν εμφανισθούν σημεία ισχαιμίας. Η χρήση της στην εγκυμοσύνη δικαιολογείται εφόσον η προσδοκώμενη ωφέλεια αντισταθμίζει τις πιθανές βλάβες του εμβρύου. Δεν υπάρχει εμπειρία για την ασφάλεια και τη δοσολογία στα παιδιά. Να εγχέεται σε μεγάλη φλέβα και να αποφεύγεται η εξαγγείωση. Στην περίπτωση αυτή γίνεται διήθηση της περιοχής με 10 ml ισότονου διαλύματος χλωριούχου νατρίου που περιέχουν 10 mg φαιντολαμίνης. Συνεχής παρακολούθηση ΗΚΓραφήματος, αρτηριακής πίεσης και διούρησης. Να μην αναμιγνύεται με άλλα φάρμακα.
Δοσολογία: Ενδοφλέβια έγχυση: σε ρυθμό ανάλογο με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και την ανταπόκριση του ασθενούς. Η χορήγηση αρχίζει με ρυθμό 2-5 μg/kg/min που μπορεί να αυξηθεί έως και 50 μg/kg/ min. Το διάλυμα παρασκευάζεται με αραίωση 200 ή 400 mg ντοπαμίνης σε 250 ή 500 ml ισότονου διαλύματος χλωριούχου νατρίου ή δεξτρόζης ή διαλύματος Ringer. Να χρησιμοποιείται εντός 24 ωρών. Σε μικρές δόσεις 2-3 μg/ kg/min η ντοπαμίνη διεγείρει εκλεκτικά τους ντοπαμινεργικούς υποδοχείς και οδηγεί σε αύξηση της άρδευσης των νεφρών και κατ' επέκταση της διούρησης. Σε μεγαλύτερες δόσεις 2-15 μg/ kg/min διεγείρει τους β1-υποδοχείς με δευτερογενή αύξηση του καρδιακού ρυθμού, του ΚΛΟΑ και του όγκου παλμού. Σε μεγαλύτερες δόσεις >10 μg/kg/min εμφανίζεται η δράση από τη διέγερση των α-υποδοχέων με αποτέλεσμα την αρτηριακή και φλεβική αγγειοσύσπαση, η οποία οδηγεί σε υψηλότερες πιέσεις πληρώσεως της αριστεράς κοιλίας. Επίσης, στις υψηλές αυτές δόσεις παρατηρείται ελάττωση της σπλαχνικής και νεφρικής αιματικής ροής. Ανάλογη είναι η δράση της ντοπαμίνης και στη ροή της στεφανιαίας κυκλοφορίας: Σε μικρές δόσεις (<5 μg/kg/min) η στεφανιαία ροή αυξάνει, ενώ σε μεγαλύτερες (>10 μg/kg/min) ελαττώνεται.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
inject.co. infusion 50 mg/5 ml-amp
Ιδιοσκευάσματα:
GILUDOP/Solvay: inj.co.inf 50 mg/5 ml-amp x 5, 1792

ΕΤΙΛΕΦΡΙΝΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ

Ενδείξεις: Καταστάσεις ήπιας υπότασης.
Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στο φάρμακο, υπερθυρεοειδισμός, εγκυμοσύνη, υπερτροφία προστάτη, γλαύκωμα κλειστής γωνίας, φαιοχρωμοκύτωμα.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Κεφαλαλγία, ναυτία, τρόμος, ταχυκαρδία, αίσθημα παλμών.
Αλληλεπιδράσεις: Με αναστολείς της ΜΑΟ και κυκλικά αντικαταθλιπτικά αυξημένος κίνδυνος υπέρτασης. Με καρδιακές γλυκοσίδες αυξημένος κίνδυνος αρρυθμιών.
Προσοχή στη χορήγηση: Να διακόπτεται η χρήση της όταν πρόκειται να χορηγηθούν αλογονωμένοι υδρογονάνθρακες (κυκλοπροπάνιο, κλπ). Να χορηγείται με προσοχή σε υπερηλίκους και σε άτομα που πάσχουν από αρτηριοσκλήρυνση, αποφρακτική αρτηριοπάθεια, σακχαρώδη διαβήτη, μυοκαρδιοπάθεια.
Δοσολογία: Από το στόμα: 5-10 mg 3 φορές την ημέρα. Ενδομυϊκώς: 10 mg αναλόγως των αναγκών και της ανταπόκρισης.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
con.r .capsules 25 mg
oral solution drops 7.5 mg/g
inject. solution 10 mg/1 ml-amp
Ιδιοσκευάσματα:
EFFORTIL/Boehringer: con.r.caps 25 mg x 20, 615, or.so.d 7.5 mg/g x 15 g, 375
EFFORTIL/Boehringer (IΦET): inj.sol 10 mg/ 1 ml-amp x 6

ΙΣΟΠΡΕΝΑΛΙΝΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ (ή Ισοπροτερενόλη Υδροχλωρική)

Ενδείξεις: Κολποκοιλιακός αποκλεισμός, ανακοπή, χαμηλή καρδιακή παροχή λόγω ανεπάρκειας του μυοκαρδίου μετά από εγχειρήσεις ανοικτής καρδιάς, κυρίως βαλβιδοπάθειες με πνευμονική υπέρταση ή σε αρρώστους με ανεπάρκεια της δεξιάς καρδιάς ή ακόμη μετά από φαρμακευτικό αποκλεισμό λόγω υπέρβασης της δόσης των αποκλειστών των β-υποδοχέων ή ανταγωνιστών ασβεστίου.
Αντενδείξεις: Ταχυκαρδία από τοξικό δακτυλιδισμό, ταχυαρρυθμία, στεφανιαία νόσος. Υπερευαισθησία στο φάρμακο.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ταχυκαρδία, αρρυθμία, αίσθημα παλμών, στηθάγχη, υπόταση. Υπεραιμία προσώπου, υπεριδρωσία, τρόμος, ανησυχία, κεφαλαλγία, ζάλη, αδυναμία, ναυτία, έμετοι.
Αλληλεπιδράσεις: Οι αναστολείς της ΜΑΟ επιτείνουν τη δράση της. Το κυκλοπροπάνιο και τα αλογονωμένα αναισθητικά ενισχύουν την αρρυθμιογόνο δράση της. Η δράση της αναστέλλεται από τους β-αποκλειστές.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, σακχαρώδη διαβήτη και υπερθυρεοειδισμό.
Δοσολογία: Ενδοφλέβια έγχυση με ρυθμό 0.5-10 μg/min, που αν χρειασθεί μπορεί να αυξηθεί βαθμιαία έως 110 μg/ min ή καλύτερα σε δόση 0.01-0.02 μg/kg/ min. Το διάλυμα παρασκευάζεται με αραίωση 1 mg ισοπρεναλίνης σε 250 ml χλωριούχου νατρίου 0.9% ή δεξτρόζης 5%. Yποδορίως ή ενδομυϊκώς η αρχική δόση είναι 0.2 mg. Eνδοκαρδιακώς η συνήθης δόση είναι 0.02 mg. Από το στόμα: 30 mg/ 8ωρο (μέγιστη ημερήσια δόση 840 mg). Παιδιά, η μισή δόση των ενηλίκων.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 30 mg
inject. solution 0.2 mg/1 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
ISUPREL/Abbott: inj.sol 0.2 mg/1 ml-amp x 5, 997
SAVENTRINE/IΦET: tab 30 mg x 30

ΜΕΤΑΡΑΜΙΝΟΛΗ ΤΡΥΓΙΚΗ

Ενδείξεις: Καταστάσεις οξείας υπότασης.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Κεφαλαλγία, διέγερση, ανησυχία, ταχυκαρδία, αρρυθμία, αίσθημα παλμών, υπέρταση, ναυτία, έμετοι, ψυχρότητα δέρματος, υπεριδρωσία, τρόμος, νέκρωση ιστών σε εξαγγείωση, μείωση νεφρικής ροής.
Δοσολογία: Χορηγείται υποδορίως, ενδομυικώς και ενδοφλεβίως σε ένεση ή έγχυση σε δόση 2-10 mg που μπορεί να επαναληφθεί μετά πάροδο τουλάχιστον 10 λεπτών εφόσον δεν υπάρξει αποτέλεσμα. Για έγχυση αραιώνονται 15-100 mg σε 250 ml ισότονου διαλύματος χλωριούχου νατρίου ή δεξτρόζης και εγχέονται με ρυθμό που να διατηρεί την αρτηριακή πίεση στα επιθυμητά επίπεδα. Για τα παιδιά, η συνιστώμενη δόση είναι 0.01 mg/kg.
Λοιπά: Βλ. Νοραδρεναλίνη.
Μορφές-Περιεκτικότητες:*
inject. solution 10 mg/1 ml-amp
Ιδιοσκευάσματα:
ARAMINE/Msd (IΦET): inj.sol 10 mg/1 ml-amp x 1
LEVICOR/Biondustrial (IΦET): inj.sol 10 mg/ 1 ml-amp x 5

* Oι περιεκτικότητες εκφράζονται σε μεταραμινόλη βάση.

ΜΕΦΑΙΝΤΕΡΜΙΝΗ ΘΕΙΙΚΗ

Ενδείξεις: Υπόταση οφειλόμενη σε αποκλεισμό των αδρενεργικών υποδοχέων (γαγγλιακός αποκλεισμός), σε ραχιαναισθησία και κατά τη διαδρομή βαριών παθήσεων. Επείγουσα και προσωρινή αντιμετώπιση της αιμορραγικής ή υποογκαιμικής καταπληξίας έως ότου χορηγηθούν αίμα ή υποκατάστατα αίματος (για νοσοκομειακή χρήση μόνο).
Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στο φάρμακο, σύγχρονη λήψη αναστολέων της ΜΑΟ, υπόταση από χλωροπρομαζίνη.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ανησυχία, καρδιακές αρρυθμίες, υπερβολική αύξηση πίεσης.
Αλληλεπιδράσεις: Με κυκλοπροπάνιο και αλοθάνη μπορεί να προκαλέσει σοβαρές κοιλιακές αρρυθμίες. Με ωκυτοκίνη μπορεί να προκαλέσει μόνιμη και σοβαρή υπέρταση. Μπορεί να αντιστρέψει τη δράση των β-αδρενεργικών αποκλειστών, επιτείνει την υπόταση που προκαλεί η χλωροπρομαζίνη. Οι αναστολείς της ΜΑΟ αυξάνουν υπέρμετρα την υπερτασική της δράση. Τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά μπορεί να αυξήσουν ή να ελαττώσουν την υπερτασική της δράση.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα χορηγείται με προσοχή σε γνωστούς υπερτασικούς ή υπερθυρεοειδικούς ασθενείς. Σε περιπτώσεις υποογκαιμίας πρέπει να γίνεται γρήγορα η ανάλογη διόρθωση του όγκου του αίματος.
Δοσολογία: Για την πρόληψη ή τη διόρθωση της υπότασης 30-40 mg εφάπαξ ενδοφλεβίως. Για την εν συνεχεία διατήρηση της πίεσης, επαναλαμβανόμενη χορήγηση 30 mg όσο χρόνο χρειάζεται ή συνεχής ενδοφλέβια έγχυση διαλύματος 0.1% (σε διάλυμα δεξτρόζης 5%) με ρυθμό και χρόνο που επιβάλλει η ανταπόκριση του ασθενούς.
Μορφές-Περιεκτικότητες:*
inject. solution 30 mg/2 ml-amp
Ιδιοσκευάσματα:
WYAMINE/Wyeth (IΦET): inj.sol 30 mg/2 ml-amp x 25

* Oι περιεκτικότητες εκφράζονται σε μεφαιντερμίνη βάση.

ΕΦΕΔΡΙΝΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ

Ενδείξεις: Κρίση υπότασης μετά ραχιαναισθησία.
Αντενδείξεις: Βλ. Νοραδρεναλίνη.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ταχυκαρδία, ανησυχία, άγχος, αϋπνία, τρόμος, αρρυθμία, ξηρότητα στόματος, επίσχεση ούρων σε υπερτροφία προστάτου.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε υπερθυρεοειδισμό, σακχαρώδη διαβήτη, ισχαιμική καρδιοπάθεια, υπέρταση.
Δοσολογία: Βραδεία ενδοφλέβια ένεση διαλύματος 3 mg/ml σε δόση 3-6 mg κάθε 3-4 λεπτά μέχρι μέγιστο 30 mg (συνήθως δεν απαιτούνται περισσότερα των 9 mg).
Μορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 50 mg/1 ml-amp
Ιδιοσκευάσματα:
EPHEDRINE HCL/SA.L.F. (IΦET): inj.sol 50 mg/1 ml-amp x 100

ΝΟΡΕΠΙΝΕΦΡΙΝΗ ΤΡΥΓΙΚΗ (Νοραδρεναλίνη ή Λεβαρτηρενόλη τρυγική)

Ενδείξεις: Καταστάσεις οξείας υπότασης, όπως σε αναφυλαξία, σηψαιμία, έμφραγμα μυοκαρδίου, συμπαθεκτομή, αφαίρεση φαιοχρωμοκυτώματος, καρδιακή ανακοπή, αδυναμία αποσύνδεσης από την εξωσωματική κυκλοφορία μετά από εγχειρήσεις ανοικτής καρδιάς.
Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στο φάρμακο, υπερθυρεοειδισμός, εγκυμοσύνη.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Κεφαλαλγία, βραδυκαρδία, υπέρταση, αρρυθμία, αίσθημα παλμών, νέκρωση ιστών σε εξαγγείωση.
Αλληλεπιδράσεις: Σε σύγχρονη χορήγηση με ωκυτοκίνη, αναστολείς της ΜΑΟ και τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά μπορεί να προκληθεί σοβαρή και παρατεταμένη υπέρταση. Χορήγηση κατά τη διάρκεια αναισθησίας με αλογονωμένους υδρογονάνθρακες ή κυκλοπροπάνιο μπορεί να προκαλέσει σοβαρές καρδιακές αρρυθμίες. Μπορεί να αναστρέψει τις δράσεις των β-αποκλειστών. Οι θειαζίδες και η φουροσεμίδη μειώνουν την ανταπόκριση των αρτηριών στη νοραδρεναλίνη.
Προσοχή στη χορήγηση: Να λαμβάνονται μέτρα για τη διόρθωση τυχόν υπάρχουσας υποογκαιμίας. Παρατεταμένη χορήγηση σε υποογκαιμικούς ασθενείς μπορεί να προκαλέσει περιφερικό αγγειόσπασμο, ελάττωση της παροχής αίματος, ιστική υποξία και γαλακτική οξέωση. Να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με αρτηριοσκλήρυνση ή αποφρακτική αρτηριοπάθεια, βαριά υποξία ή υπερκαπνία. Να παρακολουθείται συχνά η αρτηριακή πίεση και να ελέγχονται οι περιφερικές αντιστάσεις (περιφερική αγγειοσύσπαση) και ο ρυθμός διούρησης (μείωση της αιμάτωσης των νεφρών λόγω της αγγειοσύσπασης). Να χορηγείται σε μεγάλη φλέβα και να αποφεύγεται η εξαγγείωση.
Δοσολογία: Ενδοφλέβια έγχυση: 4-8 mg αραιώνονται σε 250 ml ισότονου διαλύματος δεξτρόζης και χορηγούνται με ρυθμό 4-12 μg/min ανάλογα με την ανταπόκριση. Σε περιπτώσεις αναφυλακτικών αντιδράσεων χρειάζονται ενίοτε μεγάλες δόσεις (μέχρι και 60 μg/min) έως ότου αποκατασταθεί ο αγγειακός τόνος. Σπάνια καταφεύγει κανείς στη χορήγηση αυτούσιου διαλύματος μονομιάς (bolus). Η διακοπή της χορήγησης γίνεται βαθμιαία. Για τα παιδιά ο ρυθμός εγχύσεως είναι 0.5-2 μg/min.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 8 mg/4 ml-amp
Ιδιοσκευάσματα:
LEVOPHED/Sterling (IΦET): inj.sol 8 mg/ 4 ml-amp x 10