Ειδικοί μεταβολικοί αναστολείς
Η δράση των φαρμάκων της κατηγορίας αυτής διαφέρει τελείως από τα κλασικά αντιστηθαγχικά φάρμακα. Δεν ελαττώνουν τις απαιτήσεις της καρδιάς σε οξυγόνο και δεν αυξάνουν την παροχή αίματος στα μυοκάρδιο. Η δράση τους αποδίδεται σε βελτίωση του μεταβολισμού των κυττάρων (ΑΤΡ, διακίνηση των ιστών κλπ.) που βρίσκονται σε υποξία ή ισχαιμία.
Ο εκπρόσωπος αυτής της κατηγορίας είναι η τριμεταζιδίνη, ενώ άλλοι είναι υπό ανάπτύξη. Σε συγκριτικές μελέτες με τα κλασικά αντιστηθαγχικα φάρμακα (β-αναστολείς, αναστολείς ασβεστίου) ή σε μελέτες με συδνυασμένη χορήγηση με αυτά τα φάρμακα
ΤΡΙΜΕΤΑΖΙΔΙΝΗ
Ενδείξεις: Χρόνια σταθερή στηθάγχη
Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στα φάρμακα.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Έχουν περιγραφεί γαστρικός καύσος και άλλες γαστρεντερικές διαταραχές σε λίγες περιπτώσεις στην από τον στόματος λήψη του φαρμάκου.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια (δεν έχει μελετηθεί επαρκώς η φαρμακοκινητική του). Σε υπερτασικούς ασθενείς διότι έχει αναφερθεί μέτρια αύξηση της αρτηριακής πίεσης σε μερικούς ασθενείς.
Δοσολογία: Τα δισκία χορηγούνται 2-3 το 24ωρο στη διάρκεια των γευμάτων.
Ιδιοσκευάσματα; Vastarel: f.c.tab 20 mg χ 60
ΑΝΤΙΠΗΚΤΙΚΑ
Χορηγούνται προληπτικά σε καταστάσεις που προδιαθέτούν σε φλεβική θρόμβωση, μετά από φλεβοθρόμβωση ή πνευμονική εμβολή. Για την πρόληψη σχηματισμού θρόμβων στις αρτηρίες χρησιμοποιούνται λιγότερο, γιατί οι θρόμβοι εκεί αποτελούνται κυρίως από αιμοπετάλια και λιγότερο από ινική. Χρησιμοποιούνται επίσης για την πρόληψη σχηματισμού θρόμβων στις προσθετικές καρδιακές βαλβίδες. Διακρίνονται σε παρεντερικά και τα από το στόμα.
ΠΑΡΕΝΤΕΡΙΚΑ ΑΝΤΙΠΗΚΤΙΚΑ
ΗΠΑΡIΝΕΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΟΡΙΑΚΟΥ ΒΑΡΟΥΣ
ΗΠΑΡΙΝΗ
Η ουσία αυτή ανταγωνίζεται τη δράση της θρομβίνης και δρα in vivo και in vitro. Η αντιπηκτική της δράση αρχίζει πολύ γρήγορα αλλά έχει μικρή διάρκεια. Στην πνευμονική εμβολή και στις εν τω βάθει φλεβικές θρομβώσεις η αγωγή αρχίζει με ενδοφλέβια δόση φόρτισης και στη συνέχεια χορηγείται συνεχής ενδοφλέβια έκχυση ή υποδόριες ενέσεις διαλειπόντως. Η διαλείπουσα ενδοφλέβια έκχυση δεν συνιστάται πλέον.
Η αντιπηκτική αγωγή αρχίζει συνήθως με ηπαρίνη και σύγχρονη χορήγηση αντιπηκτικών από το στόμα π.χ. βαρφαρίνης. Όταν επιτευχθεί ο κατάλληλος χρόνος προθρομβίνης, η αγωγή συνεχίζεται μόνο με αντιπηκτικά από το στόμα. Αν εμφανισθεί αιμορραγία αρκεί συνήθως η διακοπή του φαρμάκου. Αν η κατάσταση επείγει, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αντίδοτα η πρωταμίνη για την ηπαρίνη και η βιταμίνη Κ για τα αντιπηκτικά από το στόμα.
Η παρακολούθηση της αγωγής γίνεται με το χρόνο πήξεως (μέθοδος Lee-White) ή με το χρόνο μερικής θρομβοπλαστίνης (a-ΡΤΤ).
Η ηπαρίνη χρησιμοποιείται επίσης στη θεραπεία του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου, της ασταθούς στηθάγχης και της οξείας περιφερικής αρτηριακής απόφραξης. Μικρές δόσεις ηπαρίνης υποδορίως χρησιμοποιούνται ευρέως στην πρόληψη των εν τω βάθει φλεβικών θρομβώσεων μετά από εγχειρήσεις και της πνευμονικής εμβολής σε ασθενείς υψηλού κινδύνου (παχύσαρκοι, ασθενείς με κακοήθη νοσήματα, με προηγούμενο ιστορικό εν τω βάθει θρομβώσεων, κλπ.).
Ενδείξεις: Θρόμβωση των εν τω βάθει φλεβων. Πνευμονική εμβολή. Προφύλαξη από μετεγχειρητική θρόμβωση, μερικές περιπτώσεις διάχυτης ενδαγγειακής πήξης, εξωσωματική κυκλοφορία, αιμοκάθαρση. Διατήρηση της βατότητας συσκευών εγχύσεως πού θα παραμείνουν άνω των 48 ωρών.
Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στο φάρμακο, ενεργός αιμορραγία και αιμορραγικές παθήσεις, αιμορροφιλία, θρομβοπενία, ενεργό έλκος πεπτικού, μικροβιακή ενδοκαρδίτιδα, περικαρδίτιδα, ενεργός φυματίωση, βαριά υπέρταση, απειλούμενη έκτρωση, εγκεφαλικό και διαχωριστικό ανεύρυσμα αορτής, κύηση. Επίσης δεν πρέπει να χορηγείται μετά από χειρουργική επέμβαση στον εγκέφαλο, οφθαλμό και νωτιαίο μυελό και σε αρρώστους στους οποίους γίνεται οσφυονωτιαία παρακέντηση. Βαριά ηπατική, νεφρική ανεπάρκεια, μεγάλη ηλικία.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Αντιδράσεις υπερευαισθησίας μέχρι αναφυλακτικό shock, αιμορραγική διάθεση και αιμορραγίες, θρομβοπενία. Σε παρατεταμένη χορήγηση οστεοπόρωση και αυτόματα κατάγματα. Παροδική αλωπεκία, αίσθημα καύσου στα πόδια, πριαπισμός, τοπικός ερεθισμός, πόνος, νέκρωση δέρματος και αιμάτωμα σε ενδομυϊκή χορήγηση αλλά και μετά υποδόρια ένεση. Παράδοξα θρομβοεμβολικά επεισόδια μπορεί να είναι αποτέλεσμα της θεραπείας με ηπαρίνη.
Αλληλεπιδράσεις: Η αντιπηκτική δράση ενισχύεται με τα αντιπηκτικά από το στόμα, ακετυλοσαλικυλικό οξύ και διπυριδαμόλη. Ελαττώνεται με καρδιακές γλνκοσίδες, τετρακυκλίνη, νικοτίνη και αντιισταμινικά.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε αρρώστους με ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια. Σε κύηση και λοχεία μόνο εάν είναι απαραίτητο, αν και το φάρμακο δεν διέρχεται τον πλακούντα και δεν απεκκρίνεται με το γάλα. Να αποφεύγεται η ενδομυική χορήγηση. Σοβαρές αιμορραγίες συμβαίνουν και με χαμηλές δόσεις ηπαρίνης.
Δοσολογία: Θεμαπεία εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης και πνευμονικής εμβολής: Συνεχής ενδοφλέβια χορήγηση: δόση φόρτισης 5.000-10.000 μονάδες και στη συνέχεια 20.000-30.000 μον./24ωρο. Στόχος κατά την ενδοφλέβια συνεχή χορήγηση είναι να διατηρείται ο χρόνος πήξης 2-2.5 φορές μεγαλύτερος από εκείνον πριν από την έναρξη της αγωγής. Υποδορίως: 5-15.000 μον. κάθε 12 ώρες μέχρι να γίνει περιπατητικός ο άρρωστος. Η ασβεστιούχος ηπαρίνη απορροφάται βραδέως και μπορεί να γίνει υποδορίως μία φορά την ημέρα (δεν έχει λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες από ίση δόση νατριούχου ηπαρίνης).
Προφύλαξη από εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση και πνευμονική εμβολή, μετά από εγχείρηση, γίνεται με υποδόρια ένεση 5000 μον., 2 ώρες πριν την εγχείρηση και μετά 5000 μον. κάθε 8 ή 12 ώρες για 7 ημέρες ή όσο ο ασθενής είναι κλινήρης.
Ιδιοσκευάσματα:
CALCIPARINE/Sanofi Winthrnρ: inj.snl 5.000 μον./0.2 mls, syr 0.2 x 125000 μον./0.5 ml, 20000 μον. / 0,8 ml-amp
HΕΡARΙΝ/Leo: inj.sol 5.000 μον./5 ml-vials, 25000 μον./5ml x 1 vials.
ΗΠΑΡIΝΕΣ ΧΑΜΗΛΟΥ ΜΟΡΙΑΚΟΥ ΒΑΡΟΥΣ
Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους είναι εξίσου δραστικές και ασφαλείς στην πρόληψη των εν τω βάθει θμομβώσεων, όσο και η ηπαρίνη: Στην ορθοπεδική πιθανώς είναι και πιο δραστικές. Έχουν μεγαλύτερη διάρκεια δράσης και χορηγούνται υποδομίως μια φορά την ημέρα. Η καθιερωμένη δόση για προφύλαξη δεν απαιτεί εργαστηριακή Η δράση τους μερικώς μόνο διορθώνεται με τη θειική πρωταμίνη. Οι κύριες ενδείξεις τους είναι η πρόληψη των φλεβικών θρομβώσεων και γενικώς των θρομβοεμβολικών επιπλοκών
ΕΝΟΞΑΠΑΡΙΝΗ
Δοσολογία: Σε μέτρια προεγχειρητικό κίνδυνο 20 mg (2000 iu) υποδορίως 1-2 ώρες πριν το χειρουργείο και μετά ιδια δόση κάθε 24 ώρες για 7-10 ημέρεc. Σε υψηλό κίνδυνο 40 mg (4000 iu) 12 ώρες πριν το χειρουργείο και μετά ίδια δόση κάθε 24 ώρες για 7-10 ημέρες.
Λοιπά: Βλ. εισαγωγή
Ιδιοσκευάσματα:
CLEXΑNE/Rhοne Poylenc Rorer: inj.soΙ 2000 anti-xα iu/l.2 m1 χ 2, 4000 anti-xα iu/0.4 ml χ 2
ΝΑΔΡΟΠΑΡΙΝΗ ΑΣΒΕΣΤΟΥΧΟΣ Nadroparin Calcium
Δοσολογία: Γενική χειρουργική: μια ένεση 0.3 ml (7.500 iu) υποδορίως 1-2 ώρες πριν τo χειρουργείο και μετά μια ημερησίως για 7 ημέρες
Λοιπά: Βλ. Εισαγωγή
Ιδιοσκευάσματα: FRAXIPARINE/Sanofi Winthrop: inj.sol 3075 anti-χα iu/0.3 ml χ 2, 6150 anti-χα iu/0.6 ml χ 2, 10250 anti-χα iu/1 ml χ
ΑΝΑΠΗΚΤΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΟΜΑ
Τα αντιπηκτικά από το στόμα αναστέλλουν την παραγωγή προθρομβίνης και άλλων παραγόντων της πήξης στο ήπαρ, ανταγωνιζόμενα τη βιταμίνη Κ. Χρειάζονται τουλάχιστον 48 με 72 ώρες για να αναπτυχθεί πλήρης η αντιπηκτική τους δράση. Αν απαιτείται άμεσο αποτέλεσμα πρέπει συγχρόνως να χορηγηθεί και ηπαρίνη. Η αντιπηκτική τους δραστικότητα ελέγχεται παρακολουθώντας το χρόνο προθρομβίνης
Η κύρια ένδειξη για αντιπηκτική θεραπεία από το στόμα είναι η εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση. Επίσης ενδείκνυται στους ασθενείς με πνευμονική εμβολή, στους ασθενείς με προσθετικές καρδιακές βαλβίδες και στους ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή και υψηλό κίνδυνο για εμβολές.
Τα αντιπηκτικά από το στόμα δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται στην εγκεφαλική θρόμβωση ή στις περιφερικές αρτηριακές αποφράξεις, μπορεί όμως να έχουν αξία στους ασθενείς με παροδικά εγκεφαλικά ισχαιμικά επεισόδια. Αν τα άτομα αυτά έχουν σοβαρή υπέρταση τα αντιπηκτικά αντενδείκνυται. Εναλλακτικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα αντιαιμοπεταλιακά φάρμακα.
ΒΑΡΦΑΡΙΝΗ ΝΑΤΡΙΟΥΧΟΣ
Ενδείξεις: Θρόμβωση των εν τω βάθει φλεβών (αναστολή επέκτασης της θρόμβωσης και μείωση της πιθανότητας πνευμονικής εμβολής). Πνευμονική εμβολή, μακροχρόνια προφύλαξη εκ θρομβοεμβολικών επεισοδίων σε ασθενείς με στένωση μιτροειδούς και κολπική μαρμαρυγή, καθώς και σε ασθενείς με προσθετικές βαλβίδες. Προσπάθεια μετατροπής κολπικής μαρμαρυγής σε φλεβοκομβικό ρυθμό (δυο εβδομάδες πριν και ένα μήνα μετά).
Αντενδείξεις: Αιμορραγική διάθεση, θρομβοπενία, εγκεφαλική αιμορραγία, ενεργό γαστροδωδεκαδακτυλικό έλκος, πάθηση του πεπτικού επικίνδυνη για αιμορραγία, ανεπάρκεια βιταμίνης Κ, βαριά υπέρταση, απειλούμενη έκτρωση, σοβαρή νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια, μικροβιακή ενδοκαρδίτιδα, καταστάσεις που χρειάζονται εντατική θεραπεία με σαλικυλικά, προεγχειρητικώς και μετεγχειρητιχώς, γαλουχία και εγκυμοσύνη διότι το φάρμακο διέρχεται τον πλακούντα και εκτός από αιμορραγίες στο έμβρυο μπορεί να είναι τερατογόνο (εμβρυοπάθεια εκ βαρφαρίνης).
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Αντιδράσεις υπερευαισθησίας, εξάνθημα, πυρετός, διάρροια, ηωσινοφιλία. Αιμορραγία είναι η κύρια ανεπιθύμητη ενέργεια και εμφανίζεται σε διάφορα μέρη του σώματος. Ιδιαίτερα σοβαρά είναι επεισόδια αιμορραγίας πού προκαλούν νευροπάθεια από συμπίεση, όπως λ.χ. η νευροπάθεια τον μηριαίου μετά από οπισθοπεριναϊκή αιμορραγία, αιμοπερικάρδιο, ενδοκρανιακή αιμορραγία. Επίσης αναφέρονται αλωπεκία, δερματίτιδα, νέκρωση ιστών, αύξηση τρανσαμινασών.
Αλληλεπιδράσεις: Η δράση της ενισχύεται με ακετυλοσαλικυλικό οξύ, ινδομεθακίνη, κλοφιβράτη, κινιδίνη, χλωραμφαινικόλη, θυροξίνη,τριμεθοπρίμη-σουλφαμεθοξαζόλη, μετρονιδαζόλη, δισουλφιράμη, σουλφινοπυραζόνη, σιμετιδίνη και αναβολικά στερινοειδή. Φάρμακα πού ελαττώνουν την ανταπόκριση στη βαρφαρίνη είναι: βαρβιτουρικά, ριφαμπικίνη, χλωροθαλιδόνη, σπειρονολαχτόνη, χολεστεραμίνη, βιταμίνη C (σε πολύ μεγάλες δόσεις), καρβαμαζεπίνη, γκριζεοφονλβίνη, οιστρογόνα και αντιόξινα (ελαττώνουν την απορρόφησή της).
Προσοχή στη χορήγηση: Σε καταστάσεις, όπως ανεπαρκής δίαιτα, σύνδρομο δυσαπορρόφησης, ηπατοπάθεια, χρόνιος αλκοολισμός, υπερμεταβολικές καταστάσεις, πυρετός, υπερθυρεοειδισμός, και μεγάλες ηλικίες, επιβάλλεται τακτικός προσδιορισμός τον χρόνου προθρομβίνης.
Δασολογία: Την πρώτη ημέρα 10-20 mg. Στη συνέχεια 2-10 mg την ημέρα ανάλογα με το χρόνο προθρομβίνης (συνήθως 1,5-2 φορές μεγαλύτερος από το χρόνο τον μάρτυρα για χρόνια θεραπεία). Λόγω διαφοράς μεταβολισμού μεταξύ των αρρώστων, η δόση πρέπει να εξατομικεύεται.
Ιδιοσκευάσματα:
PANWARFIN/Abbott: tab 5 mg χ 20
ΑΣΕΝΟΚΟΥΜΑΡΟΛΗ
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Βλ. Βαρφαρίνη. Επίσης γαστρεντερικές διαταραχές, δερματίτιδα, λευκοπενία, κνίδωση.
Δασολογία: Την πρώτη ημέρα 8-12 mg. Τη δεύτερη ημέρα 4-8 mg και στη συνέχεια δόση συντήρησης 1-4 mg την ημέρα με παρακολούθηση του χρόνου προθρομβίνης.
Ιδιοσκευάσματα SINTROM/Ciba-Geigy: tab 4 mg χ 20
ΑΝΤΙΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΑΚΑ
Τα φάρμακα της κατηγορίας αυτής αναστέλλουν τη συνάθροιση και συγκόλληση των αιμοπεταλίων και, έτσι, τον σχηματισμό τον λευκού θρόμβου, πού αποτελεί την πρώτη φάση στη διαδικασία της πήξης, ιδίως στο αρτηριακό σκέλος της κυκλοφορίας οπού τα αντιπηκτικά έχουν πολύ μικρή επίδραση.
Υπάρχουν ενθαρρυντικά αποτελέσματα από τη χρησιμοποίηση 100-300 mg ασπιρίνης ημερησίως για τη δευτεροπαθή πρόληψη των θρομβωτικών αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων και διαφόρων καρδιακών συμβαμάτων.
Επίσης έχει δειχθεί ελάττωση της θνητότητας στο έμφραγμα τον μυοκαρδίου τον πρώτο μήνα όταν δοθεί αμέσως με την είσοδο τον ασθενούς στη στεφανιαία μονάδα. Έχουν επίσης δοκιμασθεί σε προσθετικές βαλβίδες σε συνδυασμό με αντιπηκτικά. Μπορούν ενδεχομένως να χορηγηθούν όσον απαιτούνται αντιπηκτικά και υπάρχει αντένδειξη για τη χορήγησή τους. Είναι σαφώς λιγότερο αποτελεσματικά από τα αντιπηκτικά, δεν απαιτούν όμως παρακολούθηση της πηκτικότητας του αίματος.
Ισχυρή αντισυσσωρευτική δράση έχει και η τικλοπιδίνη έχει όμως κίνδυνο σοβαρών παρενεργειών (λευκοπενία, διάρροια, εξάνθημα) πού περιορίζούν τη χρήση της κυρίως σε σοβαρές αρτηριοπάθειες όταν αντενδείκνυται το ακετυλοσαλικυλικό οξύ.
Σήμερα ο συνηθέστερα χρησιμοποιούμενος συνδυασμός αντιαιμοπεταλιακων είναι το ακετυλοσαλικυλικό οξυ.
ΑΚΕΤΥΛΟΣΑΛΙΚΥΛΙΚΟ ΟΞΥ
Ενδείξεις: Προφύλαξη από αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια και έμφραγμα του μυοκαρδίού.
Προσοχή στη χορήγηση: Άσθμα, μη ελεγχόμενη υπέρταση, κύηση.
Αντενδείξεις: Ενεργό πεπτικό έλκος, αιμοροφιλία και άλλες αιμορραγικές διαταραχές, βρογχικό άσθμα.
Ανεπιθύμητες ενέργειες:
Βρογχόσπασμος, αιμορραγία από το γαστρεντερικό.
Δοσολογία: Συνήθως 75-100 mg ημερησίως ή 325 mg κάθε δεύτερη ημέρα.
ΤΙΚΛΟΠΙΔΙΝΗ
Ενδείξεις: Ως προληπτικό θρομβοεμβολικών επεισοδίων σε σοβαρές αρτηριοπάθειες (π.χ. μετά από εγκεφαλική θρόμβωση, έμφραγμα μυοκαρδίου, διαλείπουσα χωλότητα) όταν αντενδείκνυται η λήψη ασπιρίνης. Στους νεφροπαθείς υπό χρόνια αιμοκάθαρση
Αντενδείξεις: Αιμορραγική προδιάθεση, ιστορικό λευκοπενίας ή θρομβοπενίας. Οργανικές παθήσεις που προδιαθέτουν σε αιμορραγίες. Υπερευαισθησία στο φάρμακο.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Οι σοβαρότερες είναι: αιμορραγική διάθεση, λευκοπενία, ακοκκιοκυτταραιμία, θρομβοπενία, απλαστική αναιμία. Έχουν περιγραφεί 6 περιπτώσεις συνδρόμου Moskowitz πιθανώς σχετιζόμενες με το φάρμακο. Επιγαστραλγία, διάρροιες. Αλλεργικές εκδηλώσεις. 'Ιλιγγος. Σπάνια χολοστατικός ίκτερος.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε ηπατική ανεπάρκεια, κύηση και γαλουχία. Η ταυτόχρονη χορήγηση αντιπηκτικών, αντιαιμοπεταλιακών και ΜΣΑΦ ενισχύει τη δράση της. Τακτική αιματολογική παρακολούθηση των εμμόρφων στοιχείων του αίματος και της πήξεως ιδιαίτερα τους 2 πρώτους μήνες χορήγησής του. Κίνδυνος αιμορραγιών αν γίνει εγχείρηση τις πρώτες 8 ημέρες από τη διακοπή χορήγησής του.
Δοσολογία: Συνήθης δόση 250 mg δυο φορές την ημέρα
Μορφές-Περιεκτικότητες: tablets 250 mg, capsules 250 mg
Ιδιοσκευάσματα
TICLID/Sannfi Winthrop: tab 250 mg χ 20 TICLODONE/Γερολυμάτος: tab 250 mg x 20
AFLEN
ΣΥΝΘΕΣΗ: Κάθε κάψουλα περιέχει 300 mg Triflusal ( 2 - acetoxy - 4 trifluoromethylbenzoic acid ).
ΟΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΕΝΔΕΙ.ΕΙΣ: Αντισυγκολλητικό των αιμοπεταλίων Αντιθρομβωτικό. Ενδείκνυται για την προφύλαξη των θρομβοεμβολικών επεισοδίων και τη θεραπεία των θρομβωτικών επιπλοκών.
ΑΝΤΕΝΔΕΙ.ΕΙΣ: Το AFLEN® δεν πρέπει να χορηγείται σε ασθενείς με ενεργό γαστρεντερική βλάβη π.χ. διαβρωτική γαστρίτιδα, πεπτικό έλκος ή με ιστορικό αντίστοιχων υποτροπών. Επίσης δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε ασθενείς με υπερευαισθησία στα συστατικά του προϊόντος ή γενικά στα σαλικυλικά, σε ασθενείς με οξύ αιμορραγικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, βαρειά ηπατοπάθεια, αιμορραγική διάθεση.
ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΧΡΗΣΗ: Το AFLEN® πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασΘενείς που λαμβάνουν ανrιπηκτικά από του στόμστος, γιατί ενδυναμώνει τη δράση τους. Το AFLEN® μπορεί να ενισχύσει τη δράση των από του στόματος χορηγουμένων υπογλυκαιμικών παραγόντων, οπότε απαιτείται ελάττωση της δόσης τους. Επίσης πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με νεφρική βλάβη, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις προχωρημένης χρονίας νεφρικής ανεπάρκειας. Σε μακροχρόνια θεραπεία απαιτείται τακτικός αιματολογικός έλεγχος.
ΧΡΗΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΥΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΓΑΛΟΥΧΙΑ: Η χρήση του κστά τη διάρκεια της κύησης και της γαλουχίας δεν συνιστάται.
ΑΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΜΕ ΑΛΛΑ ΦΑΡΜΑΚΑ 'Η ΟΥΣΙΕΣ: Το AFLEN® ενισχύει τη δράση των αντιπηκτικών που λαμβάνονται από το στόμα, καθώς επίσης μπορεί να ενισχύσει τη δράση των υπογλυκαιμικών που λαμβάνονται από το στόμα.
ΔΟΣΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ: Χορηγούνται από 1 έως 3 κάψουλες ημερησίως σύμφωνα με την κρίση του θεράποντα ιατρού. Οι κάψουλες καταπίνονται με λίγο νερό, κατά προτίμηση κατά τη διάρκεια ή στο τέλος των γευμάτων. Συγκεκριμένα, συνίσταται η παρακάτω δοσολογία: για προφύλαξη, 1 κάψουλα ημερησίως ή κάθε δεύτερη ημέρα, συντήρηση, 2 κάψουλες ημερησίως. Σε ασθενείς υψηλού κινδύνου για θρομβωτικά επεισόδια, 3 κάψουλες ημερησίως. ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ: Σε περίπτωση δηλητηριάσεως η οποία μπορεί να προκληθεί μόνο από λήψη υπερβολικής δόσης συνιστάται χορήγηση υδατικού εναιωρήμστος άνθρακα, κένωση στομάχου με γαστρική πλύση, διατήρηση της οξεοβασικής ισορροπίας και έναρξη συμπτωμστικής θεραπείας.
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ: Υπερευαίσθητα άτομα μπορεί να εμφανίσουν γαστρεντερικά προβλήματα, τα οποία συνήθως εξαφανίζονται με τη χορήγηση αντιόξινων. Η συχνότητα εμφάνισης αστών των ανεπιθυμήτων ενεργειών βρέθηκε ότι ήταν 6%. Αναφέρθηκε ένα περιστατικό συστηματικής φωτοευαισΘησίας που αποδόθηκε στο triflusal.
ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑ: Κουτί των 50 καψουλών.
ΘΡΟΜΒΟΛΥΤΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ
Τα θρομβολυτικά φάρμακα χρησιμοποιούνται για να διαλύσουν πρόσφατα σχηματισμένους θρόμβους, ενεργοποιώντας το πλασμινογόνο για να σχηματισθεί πλασμίνη, η οποία αποικοδoμεί το ινώδες και διαλύει τους θρόμβους. Οι κίνδυνοι αιμορραγίας και άλλων ανεπιθύμητων ενεργειών είναι σοβαροί και γι΄αυτό τα φάρμακα αυτά πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο όσον υπάρχει επαρκής πείρα. Η αξία των θρομβολυτικών φαρμάκων στη θεραπεία τον οξέος εμφράγματος μυοκαρδίου (ΟΕΜ). Τα συνηθέστερα χρησιμοποιούμενα φάρμακα είναι η στρεπτοκινάση, η ανιστρεπλάση (ανισουλικό σύμπλεγμα πλασμινογόνου στρεπτοκινάσης ή APSAC) και ο ανασυντεθειμένος ιστικός ενεργοποιητής τον πλασμινογόνον (r-tPA) για τα οποία έχει δειχθεί ότι ελαττώνουν τη θνητότητα στο ΟΕΜ όταν δίνονται ενδοφλεβίως τις πρώτες 12 ώρες από την έναρξη των συμπτωμάτων.
Το ευεργετικό αποτέλεσμα είναι συγκρίσιμο για τα τρία φάρμακα και μειώνεται όσο καθυστερεί η χορήγησή τους από την έναρξη των συμπτωμάτων. Έχει δειχθεί ότι η χορήγηση συγχρόνως ασπιρίνης και μετά το πέρας της θρομβόλυσης η ενδοφλέβια χορήγηση ηπαρίνης για 3-4 ημέρες μεγιστοποιούν το ευεργετικό αποτέλεσμα των θρομβολυτικών φαρμάκων.
Ενδείξεις: Τα θρομβολυτικά φάρμακα ενδείκνυνται σε όλους τους ασθενείς με ΟΕΜ, εκτός αν υπάρχουν ειδικοί λόγοι για τους οποίους αντενδείκνυται η χορήγησή τους. Η μεγάλη ηλικία από μόνη της δεν αποτελεί αντένδειξη χορήγησης των θρομβολυτικών φαρμάκων.
Η στρεπτοκινάση είναι το συνηθέστερο χρησιμοποιούμενο θρομβολυτικό. Η ανιστρεπλάση έχει το πλεονέκτημα ότι μπορεί να δοθεί ταχέως, που είναι σημαντικό για μια κατάσταση όπως το ΟΕΜ, που εξελίσσεται μέσα σε λίγες ώρες. Το r-tPA δεν προκαλεί ανοσολογικές αντιδράσεις πού μπορούν να συνοδεύούν τη χορήγηση των άλλων σκευασμάτων. Στο ΟΕΜ όλα τα θρομβολυτικά πρέπει να χορηγούνται σε χώρούς πού διαθέτουν τα μέσα για την αντιμετώπιση βαριών αρρυθμιών πού ενδέχεται να εμφανισθούν με την επαναιμάτωση τον μυοκαρδίου. Εκτός από τις συγκεκριμένες διαφορές πού αναφέρθηκαν μεταξύ της στρεπτοκινάσης και των άλλων δύο, στις συνηθισμένες περιπτώσεις δεν έχει επιβεβαιωθεί αξιόλογη υπεροχή των πολύ πιο δαπανηρών αυτών ουσιών έναντι της στρεπτοκινάσης ούτε ως προς τη δραστικότητα ούτε ως προς τις ανεπιθύμητες ενέργειες. Η ουροκινάση δεν έχει βρει ευρεία χρήση ως τώρα.
Αντενδείξεις: Πρόσφατη αιμορραγία ή τραυματισμός ή χειρουργική επέμβαση ή τοκετός (εντός των τελευταίων 10 ημερών). Παρουσία βλαβών πού κινδυνεύουν να αιμορραγήσουν (πεπτικό έλκος, πνευμονική φυματίωση, σπλαχνικός καρκίνος, πιθανό διαχωριστικό αορτής, κλπ.). Αιμορραγική διάθεση. Πρόσφατο εγκεφαλικό επεισόδιο. Βαριά υπέρταση, οξεία παγκρεατίτιδα, ηπατική ανεπάρκεια. Σχετικές αντενδείξεις: διαβητική αμφιβληστρειδοπάθεια, νεφρική ανεπάρκεια.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ναυτία, έμετοι, αιμορραγίες στο σημείο της ενέσεως αλλά και σε άλλα σημεία. Αντιδράσεις υπερευαισθησίας πού δεν υποχωρούν πάντοτε με αντιισταμινικά και κορτικοειδή. Σε σοβαρή αιμορραγία το φάρμακο διακόπτεται και χορηγούνται παράγοντες πήξεως και αντιινωδολυτικά (π.χ. τρανεξαμικό οξύ).
Προσοχή στη χορήγηση: Να χορηγούνται μόνο σε Νοσοκομεία. Να αποφεύγονται οι μικροεπεμβάσεις για 10 ημέρες μετά τη χορήγηση τον φαρμάκου. Κίνδυνος αιμορραγίας σε διάφορες επεμβάσεις ή χειρισμούς (καρδιοαναπνενστική ανάνημιη με πίεση του θώρακα, τοκετός). Σε κολπική μαρμαρυγή κίνδυνος διάλυσης των θρόμβων και κίνδυνος εμβολών. Σε σύγχρονη χορήγηση αντιπηκτικών.
ΑΛΤΕΠΛΑΣΗ
Ενδείξεις: Ινωδολυτική αγωγή σε οξύ έμφραγμα τον μυοκαρδίού (μέσα σε 6 ώρες από την έναρξη των συμπτωμάτων). Οξεία μαζική πνευμονική εμβολή με αιμοδυναμική αστάθεια.
Δοσολογία: Χορηγούνται 100 mg δραστικής ουσίας r-tPA σε συνολικό χρονικό διάστημα 3 ωρών με τον παρακάτω τρόπο: Αρχικώς χορηγούνται 10 mg εφάπαξ ενδοφλεβίως σε διάστημα 1-2 λεπτών. Στη συνέχεια, στάγδην ενδοφλεβίως 50 mg σε διάστημα 1 ώρας και τα υπόλοιπα 40 mg σε διάστημα 2 ωρών. Τελευταία έχει καθιερωθεί ένας διαφορετικός τρόπος χορήγησης που βρέθηκε ότι είναι και πιο αποτελεσματικός. Χορηγούνται εφάπαξ 10 mg, 50 mg σε 30 λεπτά και τα υπόλοιπα 40 mg σε 30 λεπτά.
Λοιπά: Βλ. εισαγωγή
Ιδιοσκευάσματα: ACTILYSE/Boehringer: ly.pd.inj 50 mg/vial x 1 + 50 ml-solv
ΑΝΙΣΤΡΕΠΛΑΣΗ
Ενδείξεις: Ινωδολυτική αγωγή σε οξύ έμφραγμα τον μυοκαρδίού.
Δασολογία: Χορηγούνται 30 μονάδες εφάπαξ ενδοφλεβίως σε διάστημα 5 λεπτών.
Λοιπά: Βλ. εισαγωγή
Ιδιοσκανάσματα: EMINASE/Smith Kline Beecham: ly.pd.inj 30units/vial χ 1 + 5 ml-solv
ΣΤΡΕΠΤΟΚΙΝΑΣΗ
Ενδειξεις: Θρομβώσεις τεχνητής αρτηριοφλεβικής επικοινωνίας. Εν τω βάθει θρομβοφλεβίτιδα. Πνευμονική εμβολή, απόφραξη περιφερικής αρτηρίας, έμφραγμα του μυοκαρδίου, θρόμβωση μοσχεύματος καρδιακής βαλβίδας.
Δοσολογία: Αρχική δόση σε ενδοφλέβια χορήγηση 250.000 iu σε 30 λεπτά και κατόπιν 100.000 iu την ώρα σε στάγδην έγχυση για 24 ώρες σε πνευμονική εμβολή, για 24-72 ώρες σε αρτηριακή θρόμβωση ή εμβολή και για 72 ώρες σε εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση, Ενδαρτηριακώς για θρόμβωση τεχνητής αρτηριοφλεβικής επικοινωνίας 250.000 iu σε όγκο 2 ml για 30 λεπτά. Πριν από την αρτηριογραφία γίνονται 5.000-10.000 iu στρεπτοκινάσης ενδαρτηριακώς. Αφού έχει αναγνωρισθεί το αποφραγμένο αγγείο γίνεται η έγχυση στρεπτοκινάσης 2.000 iu/min σε ολική δόση 150.000-200.000 iu. Στο οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου χορηγούνται 1.500.000 iu σε 1'1τ ώρα.
Λοιπά: Βλ. εισαγωγή
STREPTASE/Hoechst: ly.pd.inj 250.000 iu /νίαl χ 10, 750.ΟΟΠ iu/amp χ 1, χ ΙΟ
ΑΝΤΑΙΜΟΡΡΑΓΙΚΑ-ΑΙΜΟΣΤΑΤΙΚΑ
Στην κατηγορία αυτή υπάγονται τα αντίδοτα των αντιπηκτικών και άλλοι παράγοντες με αντιαιμοραγική δράση. H θειική πρωταμίνη είναι αντίδοτο της ηπαρίνης. Η βιταμίνη Κ είναι αντίδοτα των κουμαρινικών αντιπηκτικών το τρανεξαμικό οξύ αναστέλλει την ενεργοποίηση του πλασμινογόνου και την ινωδόλυση και έτσι μπορεί να δράσει σε μεγάλες ή διάχυτες αιμορραγίες.
ΠΡΩΤΑΜΙΝΗ ΘΕΙΙΚΗ
Ενδείξεις: Αιμορραγία από υπερβολική δόση ηπαρίνης.
Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στο φάρμακο.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Αντιδράσεις υπερευαισθησίας κυρίως σε αρρώστούς με αλλεργία σε ψάρια (ερύθημα προσώπου, δύσπνοια, βραδυκαρδία, υπόταση).
Αλληλεπιδράσεις: Να μην αναμιγνύεται με άλλα φάρμακα, ιδιαίτερα πενιχιλλίνες, κεφαλοσππρίνες.
Προσοχή στη χορήyηση: Να χορηγείται βραδέως ενδοφλεβίως (50 mg/10 min) με ετοιμότητα αντιμετώπισης αλλεργικών αντιδράσεων. Υπερβολική δόση πρωταμίνης έχει δράση αντιπηκτικού.
Δοσολογία: 1 mg θειικής πρωταμίνης εξουδετερώνει 100 περίπού μονάδες ηπαρίνης αν δοθούν μέσα σε 15 λεπτά από τη χορήγηση της ηπαρίνης. Βραδεία ενδοφλέβια χορήγηση μέχρι 50 mg/10 min.
Ιδιοσκευάσματα:
ΡRΟΤΑΜΙΝΕ SULPHATE LEO/Leο: inj.sol 50 mg/5 ml-vial χ 1
ΤΡΑΝΕΞΑΜΙΚΟ ΟΞΥ
Ενδείξεις: Αιμορραγίες πού προέρχονται από υπερβολική ινωδόλυση, είτε συστηματιχως ,όπως μετά από εγχείρηση καρδιας, πυλαιοκοιλική αναστόμωση, κίρρωση ήπατος, νεοπλάσματα (πνεύμονα, στομάχού, προστάτη, μήτρας) είτε από το ονροποιητικό, όπως μετά από προστατεκτομή ή νεφρεκτομή, αρκεί να υπάρχει απόδειξη ενεργοποίησης τον ινωδολυτικού μηχανισμού. Σε αιμορροφιλικούς πριν από την εξαγωγή δοντιών.
Αντενδείξεις: Εγκυμοσύνη, ιστορικό θρομβεμβολικής νόσού, διάχύτη ενδαγγειακή πήξη.
Ανεπιθύμητες ενέρyειες: Ναυτία, διάρροια, κοιλιακά άλγη, ζάλη, εμβοές, ρινική συμφόρηση, κεφαλαλγία, εξανθήματα, μυαλγίες.
Προσοχή στη χορήγηση: Το φάρμακο δεν πρέπει να χορηγείται αν δεν υπάρχουν στοιχεία ενεργοποίησης του ινωδολυτικού μηχανισμού. Ιδιαίτερη προσοχή σε αρρώστούς με καρδιακή, νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια. Ταχεία ενδοφλέβια χορήγηση μπορεί να προκαλέσει βραδυκαρδία, υπόταση και αρρυθμίες.
Δοσολογία: Από το στόμα: 1-1.5 g 2-4 φορές την ημέρα. Ενδοφρλέβια έγχυση: 1 g 3 φορές την ημέρα.
TRANSAMIN/Νικολακόπουλος: cαρs 250 mg
χ 50, inj.sol 250 mg/5 ml-αmρ χ 10