Αδρενεργικοί αναστολείς (αποκλειστές)
Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των φαρμάκων είναι ο αποκλεισμός των β-αδρενεργικών υποδοχέων στην καρδιά, τα περιφερικά αγγεία, τους βρόγχους, το πάγκρεας και το ήπαρ. Πολλά από τα φάρμακα αυτής της κατηγορίας είναι μικτοί β1 (καρδιακοί) και β2 (βρογχικοί) αναστολείς.
Ο β1 αποκλεισμός προκαλεί αρνητική χρονότροπη (βραδυκαρδία), δρομότροπη (κολποκοιλιακό αποκλεισμό), ινότροπη (καρδιακή ανεπάρκεια) και βαθμότροπη (αναστολή έκτοπων ρυθμών) δράση. Ο β2 αποκλεισμός προκαλεί βρογχόσπασμο. Σχεδόν αμιγείς β1-αναστολείς, (καρδιοεκλεκτικοί) είναι κυρίως η ατενολόλη, μετοπρολόλη, βηταξολόλη. Σε μεγάλες δόσεις προκαλούν και β2 αποκλεισμό, Μπορούν να χορηγηθούν και όταν συνυπάρχει βρογχόσπασμος. Ορισμένοι αναστολείς έχουν συγχρόνως ενδογενή συμπαθομιμητική δράση, πού σημαίνει ότι έχουν την ικανότητα να διεγείρουν καθώς και να αποκλείουν τους αδρενεργικούς υποδοχείς. Τέτοιοι είναι η οξπρενολόλη, πινδολόλη, βοπινδολόλη. Η σελιπρολόλη είναι εκλεκτικός β1 αναστολέας με ενδογενή συμπαθομιμητική δράση. Αυτοί οι αναστολείς ενδείκνυται κυρίως για την αγωγή της υπέρτασης, και γενικώς όπου χρειάζονται β-αναστολείς, αλλά ο ασθενής πάσχει και από βρογχικό άσθμα η καρδιακή ανεπάρκεια ή έντονη βραδυκαρδία. Μερικοί β-αναστολείς είναι λιποδιαλυτοί και μερικοί υδατοδιαλυτοί. H ατενολόλη, η ναδολόλη και η σοταλόλη είναι οι πλέον υδατοδιαλυτοί. Αυτοί οι β-αναστολείς εισέρχονται λιγότερο στον εγκέφαλο και έτσι προκαλούν λιγότερες διαταραχές στην ύπνο και εφιάλτες. Επίσης απεκκρίνονται από τους νεφρούς και, κατά συνέπεια, η δόση τους πρέπει να ελαττώνεται στη νεφρική ανεπάρκεια.
Γενικώς οι β-αναστολείς γίνονται καλά ανεκτοί. Μπορούν όμως να επιτείνουν σε επικίνδυνο βαθμό την καρδιακή ανεπάρκεια, τον κολποκοιλιακό αποκλεισμό και το βρογχικό άσθμα. Σε καρδιακή ανεπάρκεια, εφόσον είναι απαραίτητοι, μπορούν να δοκιμαστούν με μεγάλη προσοχή οι έχοντες ενδογενή συμπαθητικομιμητική δράση. Οι ίδιοι, καθώς και οι καρδιοεκλεκτικοί, μπορούν να δοκιμασθούν με προσοχή σε βρογχικό άσθμα (αν είναι απολύτως απαραίτητοι). Απότομη διακοπή τους σε στεφανιαία νόσο ενδέχεται να προκαλέσει επιδείνωση των συμπτωμάτων. Η χορήγηση β-αναστολέων σε φαιοχρωμοκύτωμα χωρίς τη σύγχρονη χορήγηση ενός α-αναστολέα, μπορεί να προκαλέσει επικίνδυνες υπερτασικές κρίσεις.
Οι β-αναστολείς συνοδεύονται επίσης από αίσθημα κόπωσης, ψυχρότητα στα άκρα (λιγότερο συχνά σε αυτούς με ενδογενή συμπαθομιμητική δράση) και διαταραχές του ύπνού και εφιάλτες (λιγότερα στους υδατοδιαλυτούς). Οι γενικές ενδείξεις των β-αναστολέων είναι οι παρακάτω αναφερόμενες, Θα πρέπει όμως να λεχθεί ότι η κάθε δραστική ουσία μπορεί να έχει ιδιαίτερες ενδείξεις σε κάποιες από τις παθήσεις αυτές.
1. Στεφανιαία νόσος: α) Στηθάyχη: Οι β-αναστολείς αυξάνουν την αντοχή στην προσπάθεια και ανακουφίζουν τα συμπτώματα των ασθενών με στηθάγχη. Μπορούν να συνδυασθούν με νιτρώδη και με αναστολείς τον ασβεστίου, όχι όμως με βεραπαμίλη.
β) Εμφραγμα μυοκαρδίου: Πολλές μελέτες έχούν δείξει ότι μερικοί β-αναστολείς μπορούν να προκαλέσουν μείωση των επανεμφραγμάτων στους ασθενείς που έχούν υποστεί έμφραγμα μυοκαρδίου. Στην οξεία φάση τον εμφράγματος η αρχική ενδοφλέβια χορήγηση ατενολόλης ή μετοπρολόλης αρχικά και στη συνέχεια από το στόμα, μπορεί να ελαττώσει την πρώιμη θνητότητα
2. Υπέρταση: Ορισμένοι Θεωρούν τους β-αναστολείς ως φάρμακα πρώτης εκλογής. Είναι ασθενή αντιυπερτασικά και συνήθως απαιτούν συνδυασμό με άλλα φάρμακα (π.χ. διουρητικά).
3. Αρρυθμίες: Οι β-αναστολείς δρουν ως αντιαρρυθμικά φάρμακα κυρίως ελαττώνοντας τις δράσεις του συμπαθητικού συστήματος στην αυτοματικότητα και αγωγιμότητα του μυοκαρδίου. Η σοταλόλη ειδικά, έχει επιπλέον δράση αντιαρρυθμικού της τάξης ΙΙΙ, που φαίνεται να έχει κλινική σημασία. Οι β-αναστολείς χορηγούνται για τον έλεγχο της φλεβοκομβικής ταχυκαρδίας και, συνήθως σε συνδυασμό με δακτυλίτιδα, της ταχυκαρδίας από κολπική μαρμαρυγή, ιδίως σε υπερθυροεοειδισμό. Χορηγούνται επίσης σε αρρυθμίες πού έχουν σχέση με διέγερση του συμπαθητικού ή στεφανιαία νόσο. Είναι επίσης χρήσιμοι σε μερικές περιπτώσεις με σύνδρομο μακρού QT (ιδίως στην οικογενή παραλλαγή του συνδρόμού).
4. Υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια.
5. Υπερθυρεοειδισμός ιδίως με έντονες καρδιακές εκδηλώσεις.
6. Καρδιακή ανεπάρκεια
ΠΡΟΠΡΑΝΟΛΟΛΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ
Ενδείξεις
Υπέρταση (μόνη ή σε συνδυασμό με άλλα αντιυπερτασικά), στηθάγχη, ταχυκαρδία, αρρυθμίες κυρίως υπερκοιλιακές, υπερτροφική αποφρακτική μυοκαρδιοπάθεια, αγχώδης νεύρωση με παλμούς, εφιδρώσεις και, τρόμος, μακροχρόνια προφύλαξη μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου, συντηρητική θεραπεία φαιοχρωμοκυτώματος, προφύλαξη από την ημικρανία.
Αντενδείξεις
Βρογχικό άσθμα, αλλεργική ρινίτιδα, καρδιακή ανεπάρκεια (εκτός αν συνυπάρχει βαριά υπέρταση, φλεβοκομβική ταχυκαρδία ή αρρυθμία που συμβάλλουν στην καρδιακή κάμψη), φλεβοκομβική βραδυκαρδία, κολποκοιλιακός αποκλεισμός 2οθ ή 3ου βυθμού, σύνδρομο νοσούντος φλεβοκόμβου, καρδιογενές shock, δεξιά καρδιακή ανεπάρκεια από πνευμονική υπέρταση, περιφερική αρτηριοπάθεια, σύνδρομο Raynaud, κύηση, γαλουχία, υπερευαισθησία στο φάρμακο.
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Αλλεργικές: ρινικός κατάρρους, εξάνθημα, πυρετός, δύσπνοια. Καρδιαγγειακό: βραδυκαρδία, καρδιακή ανεπάρκεια, κολποκοιλιακός αποκλεισμός, υπόταση, αρρυθμίες, συγκοπικά επεισόδια, πνευμονικό οίδημα, περιφερική αγγειοσύσπαση (ψυχρά άκρα, παραισθησίες). Αναπνευστικό: βρογχόσπασμος, δύσπνοια. Πεπτικό: ναυτία, έμετοι, διάρροια, δυσκοιλιότητα, μετεωρισμός. Αιματολογικές: θρομβοπενία, ακοκκιοκυτταραιμία. Από το ΚΝΣ: Εφιαλτικά όνειρα, ψευδαισθήσεις, αυπνία, ζάλη, κατάθλιψη, ανικανότητα. Δερματικές: εξάνθημα, κνησμός, υπέρχρωση δέρματος, αλωπεκία, πορφύρα.
Αλληλεπιδράσεις
Με συμπαθητικομιμητικές αμίνες και αμφεταμίνες κίνδυνος βαριάς υπέρτασης. Με ρεζερπίνη συνεργική δράση (υπόταση και βραδυκαρδία). Δεν πρέπει να χορηγείται με αναστολείς της ΜΑΟ. Με δακτυλίτιδα μειώνεται η ινότροπη δράση της στο μυοκάρδιο και επιτείνεται η καθυστέρηση της αγωγιμότητας στον φλεβόκομβο και τον κολποκοιλιακό κόμβο. Με βεραπαμίλη επιτείνεται η καταστολή του μυοκαρδίου και η επιβράδυνση της αγωγιμότητας. Σπανιότερα αυτό μπορεί να συμβεί με νιφεδιπίνη οπότε παρουσιάζεται υπόταση και καρδιακή ανεπάρκεια. Ενισχύει τη δράση τη, φαινοβαρβιτάλης και των νευροορμονικών αναστολέων. Αναστέλλεται ο μεταβολισμός και επομένως ελαττώνεται η κάθαρση πολλών φαρμάκων, όπως της θεοφυλλίνης, χλωροπρομαζίνης, λιδοκαϊνης. Η σιμετιδίνη ενισχύει τη δράση της.
Προσοχή στη χορήγηση
Έναρξη θεραπείας με μικρή δόση και σταδιακή αύξησή της, γιατί η ανταπόκριση δεν είναι ίδια σε όλα τα άτομα. Σε κολπική μαρμαρυγή ή πτερυγισμό η παράταση αγωγής στον φλεβόκομβο αφήνει ελεύθερο το παρακαμπτήριο δεμάτια και μπορεί να επιδεινώσει την αρρυθμία. Να αποφεύγεται απότομη διακοπή του φαρμάκου (κίνδυνος εμφάνισης συνδρόμου μετά διακοπή, με στηθάγχη, αρρυθμίες, υπερτασική κρίση ή και έμφραγμα μυοκαρδίου). Σε φαιοχρωμοκύτωμα πρέπει να χορηγείται μαζί με α-αναστολέα. Σε διαβητικούς. μπορεί να συγκαλύψει τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας (ταχυκαρδία), επίσης, μπορεί να επιτείνει την υπογλυκαιμία της ινσουλίνης και των αντιδιαβητικών δισκίων, ενώ οι υπογλυκαιμικές κρίσεις είναι δυνατόν να συνοδεύονται από υψηλή πίεση. Μείωση της δόσης και παρακολούθηση αρρώστων με ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια. Σε ενδοφλέβια χορήγηση επιβάλλεται συνεχής ηλεκτροκαρδιογραφική παρακολούθηση.
Δασολογία
Στηθάγχη: Αρχικώς 20-40 mg τρεις φορές την ημέρα και σταδιακή αύξηση μέχρι 320 mg ανά 24ωρο. Αρρυθμίες: 40-160 mg ανά 24ωρο σε διαιρεμένες δόσεις (3-4 φορές).
ΚΑΡΒΕΔΙΛΟΛΗ
Ανήκει στην κατηγορία των μη ειδικών β-αποκλειστών με πρόσθετες αγγειοδιασταλτικές ιδιότητες στα αρτηριόλια. Δεν έχει εγγενή συμπαθητικομιμητική δράση.
Ενδείξεις:
Ιδιοπαθής υπέρταση μόνη ή σε συνδυασμό με άλλους αντιυπερτασικούς παράγοντες (κυρίως διουρητικά). Χρόνια σταθερή στηθάγχη. Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια σε συνδυασμό με διουρητικά και αναστολείς ΜΕΑ.
Αντενδείξεις:
Βαριά χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια που απαιτεί χορήγηση ινοτρόπων ουσιών. Ηπατική ανεπάρκεια. Κύηση και γαλουχία. Λοιπές: βλ. Προπρανολόλη.
Ανεπιθύμητες ενέργειες:
Υπόταση, σπάνια συγκοπτική κρίση, καρδιακή ανεπάρκεια, στηθάγχη, κολποκοιλιακός αποκλεισμός, ελάττωση περιφερικής κυκλοφορίας (ψυχρά άκρα), περιφερικό οίδημα, επιδείνωση διαλείπουσας χωλότητας, σύνδρομο Raynaud, αλλεργικές δερματικές αντιδράσεις, επιδείνωση της ψωρίασης, διαταραχές ούρησης, ανικανότητα, ζάλη, κεφαλαλγία, αίσθημα κόπωσης, αϋπνία, κατάθλιψη, ξηρότητα βλεννογόνων στόματος και οφθαλμών, μεταβολικές διαταραχές (αύξηση τρανσαμινασών, λευκοπενία, θρομβοπενία).
Αλληλεπιδράσεις:
Βλ. β-Αδρενεργικοί αποκλειστές
Προσοχή στη χορήγηση:
Βλ. Προπρανολόνη. Σε καρδιακή ανεπάρκεια η δοσολογία να εξατομικεύεται. Ο ασθενής να παρακολουθείται στενά για 2-3 ώρες μετά την έναρξη και σε κάθε αύξηση της δόσης καθώς και η νεφρική και καρδιακή λειτουργία για τυχόν επιδείνωση. Να αποφεύγεται η απότομη διακοπή του φαρμάκου.
Σταθερότητα-Φύλαξη:
Σε θερμοκρασία περιβάλλοντος. Η έκθεση σε φως μπορεί να προκαλέσει αποχρωματισμό των δισκίων.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
Claripen tablets 6,25mg, 12, 5mg, 25 mg
Dilatrend: tablets 6,25mg, 12,5mg, 25 mg
ΜΕΤΟΠΡΟΛΟΛΗ
Ενδείξεις: Βλ. Προπρανολόλη. Κυρίως για στηθάγχη και υπέρταση. Δεν έχει χρησιμοποιηθεί αρκετά ως αντιαρρυθμικό. Είναι καλύτερα ανεκτή σε βρογχικό άσθμα και περιφερική αγγειοπάθεια (β1 εκλεκτικός αναστολέας),
Ανεπιθύμητες ενέργειες:
βλ. Προπρανολόλη. Σε μεγάλες δόσεις μπορεί να προκαλέσει καρδιακή ανεπάρκεια, βρογχόσπασμο.
Αλληλεπιδράοεις: Βλ. Προπρανολόλη. Η ριφαμπικίνη επιταχύνει το μεταβολισμό της.
Δοσολογία:
Στηθάγχη και υπέρταση: Αρχικά 50 mg 2 φορές την ημέρα με προοδευτική αύξηση σε εβδομαδιαία διαστήματα. Δόση συντήρησης 100-450 mg ημερησίως.
(Λοιπά: Βλ. Προπρανολόλη.)
Ιδιοσκευάσματα:
LOPRESOR: tab 100 mg
NEMΠIBOΛOΛH YΔPOXΛΩPIKH
Eνδείξεις: Aρτηριακή υπέρταση, Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια σε συνδυασμό με διουρητικά και αναστολείς ΜΕΑ.
Δοσολογία: 5 mg ημερησίως. Σε ηλικιωμένα άτομα ή σε νεφρική ανεπάρκεια 2.5 mg
ημερησίως.
Λοιπά: βλ. Προπρανολόλη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 5 mg
Iδιοσκευάσματα:
LOBIVON/Menarini:
tab 5 mg
ΑΤΕΝΟΛΟΛΗ
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Βλ. Προπανολόλη. Καλύτερα ανεκτή σε ασθενείς με βρογχικό άσθμα και περιφερική αρτηριοπάθεια. Δεν διέρχεται τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό και δεν προκαλεί τις ανεπιθύμητες ενέργειες της προπρανολόλης από το Κεντρικό νευρικό σύστημα (ΚΝΣ). Δεν επιτείνει την υπογλυκαιμία από ινσουλίνη σε διαβητικούς.
Προσοχή στη χορήγηση: Βλ. Προπρανολόλη. Μείωση της δόσης σε νεφρική ανεπάρκεια.
Δοσολογία: Αρχική δόση 50 mg μια φορά την ημέρα. Αν δεν υπάρχει η επιθυμητή ανταπόκριση σε 1-2 εβδομάδες η δόση μπορεί να αυξηθεί σε 100 mg μια φορά την ημέρα.
Λοιπά: βλ. Προπρανολόλη: tab 40 mg.
Ιδιοσκευάσματα:
TENORMIN tab 25, 50, 100 mg.
NEOCARDON: tab 100 mg.
ΒΗΤΑΞΟΛΟΛΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡ1ΚΗ
Ενδείξεις:
Αρτηριακή υπέρταση. Δοσολογία: 20 mg ημερησίως.
Λοιπά: Βλ. Προπρανόλη.
Ιδιοσκευάσματα:
KERLONE: tab 20 mg.
ΒΙΣΟΠΡΟΛΟΛΗ ΦΟΥΜΑΡΙΚΗ
Ενδείξεις: Αρτηριακή υπέρταση. Στεφαναία ανεπάρκεια.
Δασολογία:
Συνήθης δόση 5-10 mg εφάπαξ ημερησίως από το στόμα.
Λοιπά: Βλ. Προπρανολόλη
Ιδιοσκευάσματα:
PACTENS: c.tab 10 mg.
ΝΑΔΟΛΟΛΗ
Ενδείξεις: Βλ. Προπρανολόλη. Κυρίως σε υπέρταση και στηθάγχη.
Προσοχή στη χορήγηση: Βλ. Προπρανολόλη. Μειωμένη δόση σε νεφρική ανεπάρκεια (αποβάλλεται αναλλοίωτο από τους νεφρούς).
Δασολογία: Στηθάγχη και υπέρταση. Αρχικώς 40 mg μια φορά την ημέρα με σταδιακή αύξηση κατά 40-80 mg σε διαστήματα 3-7 ημερών. Συνήθης δόση συντήρησης 80-240 mg μια φορά την ημέρα.
Λοιπά: Βλ. Προπρανολόλη
Ιδιοσκευάσματα:
CORGARD tab 40 mg, 80 mg.
ΟΞΠΡΕΝΟΛΟΛΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Βλ. Προπρανολόλη. Σπανίως οφθαλμοτοξικό σύνδρομο.
Δοσολογία:
Υπέρταση: Αρχικώς: 80 mg 2 φορές την ημέρα με προοδευτική αύξηση. Στηθάγχη: 40-160 mg 3 φορές την ημέρα. Θυρεοτοξίκωση 40-120 mg την ημέρα σε 2-3 δόσεις. Λοιπά: Βλ. Προπρανολόλη.
Ιδιοσκευάσματα:
TRASICOR: tab 20, 40, 80 mg.
ΠΙΝΔΟΛΟΛΗ
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Βλ. Προπρανολόλη. Μεγάλες δόσεις μπορεί να προκαλέσουν υπέρταση (λόγω ενδογενούς συμπαθητικομιμητικής δράσης). Προκαλεί μικρότερου βαθμού βραδυκαρδία από την προπρανολόλη. Τη νύχτα ενδέχεται να αυξάνει λίγο την καρδιακή συχνότητα.
Αλληλεπιδράσεις, Προσοχή στη χορήγηση: Βλ. Προπρανολόλη. Μειωμένη δόση σε νεφρική ανεπάρκεια.
Δασολογία: Υπέρταση: Αρχικώς 5 mg 2-3 φορές την ημέρα ή 15 mg μια φορά την ημέρα. Μέγιστη δόση 45 mg την ημέρα. Στηθάγχη: 2,5-5 mg μέχρι 3 φορές την ημέρα.
Λοιπά: Βλ. Προπρανολόλη.
Ιδιοσκευάσματα:
VISKEN: tab 5, 15 mg.
ΣΕΛΙΠΡΟΛΟΛΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ
Ενδείξεις: Ήπια έως μέτρια υπέρταση. Στηθάγχη.
Αντενδείξεις: Βλ. Προπρανολόλη. Ουραιμία.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Κεφαλαλγία, ίλιγγος, υπνηλία, κόπωση. Σπανίως βραδυκαρδία.
Προσοχή στη χορήγηση:
Σε κύηση, γαλουχία. Σε ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια (μείωση της δόσης). Να αποφεύγεται η απότομη διακοπή.
Δοσολογία: 200 mg ημερησίως κάθε πρωί και εν ανάγκη 400 mg ημερησίως.
Λοιπά: Βλ. Προπρανολόνη.
Ιδιοσκευάσματα:
SELECTOL: tab 200 mg
ΣΟΤΑΛΟΛΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ
Ενδείξεις: Βλ. Προπρανολόλη. Προτιμάται περισσότερο ως αντιαρρυθμικό γιατί προκαλεί σημαντική παράταση τον διαστήματος QT.
Προσοχή στη χορήγηση: Βλ. Προπρανολόλη. Μείωση της δόσης σε νεφρική ανεπάρκεια.
Δασολογία: Αρρυθμίες: 120-240 mg την ημέρα σε μια ή διαιρεμένες δόσεις.
Λοιπά: Βλ. Προπρανολόλη.
Ιδιοσκευάσματα:
SOTALOL: tab 80, 160 mg.