Αντιυπερτασικά φάρμακα με κεντρική δράση

Γενικά

Τα φάρμακα αυτά (με γνωστότερους εκπροσώπους την α-μεθυλντόπα και την κλονιδίνη) δρουν στους κεντρικούς α-αδρενεργικους υποδοχείς, στο αγγειοκινητικό κέντρο στο στέλεχος τον εγκεφάλου και στον υποθάλαμο. Αναστέλλουν την εκροή των συμπαθητικών εκφορτίσεων προς τους περιφερικούς νευρώνες και την απελευθέρωση νοραδρεναλίνης και ελαττώνουν έτσι την αρτηριακή πίεση, την καρδιακή συχνότητα, την καρδιακή παροχή και τις περιφερικές αγγειακές αντιστάσεις.

Τα αντιυπερτασικά με κεντρική δράση δεν έχουν δυσμενή επίδραση στην ισορροπία του σακχάρου, το μεταβολισμό των λιπιδίων ή τη νεφρική λειτουργία, ενώ οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειές τους είναι ξηροστομία, αίσθημα ζάλης, κόπωση, κατευναστική δράση και υπνηλία, κατάθλιψη και λιγότερο συχνά διαταραχή της σεξουαλικής λειτουργίας. Η απότομη διακοπή των φαρμάκων αυτών (ιδίως της κλονιδίνης) συσχετίζεται με το γνωστό φαινόμενο διακοπής ή στέρησης, που χαρακτηρίζεται από συμπτώματα περίσσειας κατεχολαμινών, ταχυκαρδία, κεφαλαλγία, ναυτία, ανησυχία, εμέτους και ταχεία επανεμφάνιση της υπέρτασης 12-14 ώρες μετά την τελευταία δόση του φαρμάκου, συχνά σε επίπεδα υψηλότερα από τα πριν από την έναρξη της θεραπείας

Κλονιδίνη

Ενδείξεις:

Όλες οι μορφές της υπέρτασης εκτός από την οφειλόμενη σε φαιοχρωμοκύττωμα. Σε υπερτασική κρίση όταν δεν θεωρείται απαραίτητη η ταχεία ελάττωση της αρτηριακής πίεσης.

Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία, σύνδρομο νοσούντος φλεβοκόμβου.

Ανεπιθύμητες ενέργειες: ξηροστομία, καταστολή, κατακράτηση υγρών, κατάθλιψη, βραδυκαρδία, φαινόμενο Raynaud, κεφαλαλγία, ζάλη, αίσθημα ευφορίας, νυκτερινή ανησυχία, εξάνθημα,ναυτια, δυσκοιλιότητα, σπάνια ανικανότητα. Η καταστολή μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα οδήγησης σε συνέργεια με τη δράση τον οινοπνεύματος.

Αλληλεπιδράσεις:

Αύξηση τον υποτασικού αποτελέσματος κατά τη συγχορήγηση με αλκοόλ, αναισθητικά, άλλα αντιυπερτασικά, αντιψυχωσικά, ντοπαμινεργικά (λεβοντόπα) και μυοχαλαρωτικά φάρμακα. Ελάττωση της απορρόφησης από τα αντιόξινα. Ανταγωνισμός της αντιυπερτασικής της δράσης με συγχορήγηση ΜΣΑΦ, κορτικοστεροειδών, καρβενοξολόνης, οιστρογόνων ή αντισυλληπτικών. Οι β-αναστολείς αυξάνουν τον κίνδυνο υπέρτασης κατά την διακοπή της χορήγησης κλονιδίνης. Τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά ανταγωνίζονται το υποτασικό της αποτέλεσμα και αυξάνουν τον κίνδυνο υπέρτασης κατά την διακοπή της χορήγησης κλονιδίνης.

Προσοχή στη χορήγηση: Πρέπει να διακόπτεται σταδιακά λόγω τον κινδύνου πρόκλησης υπερτασικής κρίσης(φαινόμενο διακοπής ή στέρησης). Σε φαινόμενο Rayuaud ή αλλη αποφρακτική περιφερική αγγειακή νόσο. Σε προηγούμενο ιστορικό κατάθλιψης. Αποφυγή της χορήγησης σε ιστορικό πορφυρίας.

Δοσολογία:

Από το στόμα αρχικά 50-100μcg τρεις φορές ημερησίως με σταδιακή αύξηση της δόσης κάθε 2η ή 3η ημέρα μέχρι συνολική δόση 1.2 mg ημερησίως.

Για παρεντερική χορήγηση. Ενδομυικώς: 150 μcg, επανάληψη ανά 4ωρο ανάλογα με την ανταπόκριση. Ενδοφλεβίως: 1 ml (=150 μcg) διαλύεται σε 10 ml χλωριoατριούχου ορού και χορηγείται βραδέως ενδοφλεβίως παρακολουθώντας την αρτηριακή πίεση. Επανάληψη ανά 4ωρο ανάλογα με την ανταπόκριση μέχρι συνολική δόση 750 μcg ημερησίως CATAPRESAN/Boehringer: tab 0,150 mg.

Μεθυλντόπα

Ενδείξεις: Αρτηριακή υπέρταση με ή χωρίς ταυτόχρονη χορήγηση διουρητικών.

Αντενδείξεις:

Ιστορικό κατάθλιψης, ενεργή ηπατική νόσος, φαιοχρωμοκύττωμα, πορφυρία. Ιστορικό αιμόλυσης μετά λήψη του φαρμάκου.

Ανεπιθύμητες ενέργειες: ξηροστομία, υπνηλία, κατάθλιψη, καταστολή, διάρροια, κατακράτηση υγρών, αδυναμία εκσπερμάτωσης, ηπατική βλάβη, αιμολυτική αναιμία, σύνδρομο προσομοιάζων προς συστηματικό ερηθηματώδη λύκο, παρκινσονισμός, εξανθήματα, ρινική συμφόρηση.

Αλληλεπιδράσεις: Αύξηση τον υποτασικού αποτελέσματος κατά τη συγχορήγηση με οινόπνευμα, αναισθητικά, αντικαταθλιπτικά, άλλα αντιυπερτασικά, αντιψυχωσιχά, αγχολυτικά και υπνωτικά φάρμακα, ντοπαμινεργικά (λεβοντόπα), μυοχαλαρωτικά. Ελάττωση της απορρόφησης από τα αντιόξινα και ουσίες που περιέχουν θειϊκά, όπως θειϊκός σίδηρος. Ανταγωνισμός της αντιυπερτασικής της δράσης με συγχορήγηση ΜΣΑΦ, κορτικοστεροειδών, καρβενοξολόνης, οιστρογόνων ή αντισυλληπτικών. Ανταγωνίζεται το αντιπαρκινσονικό αποτέλεσμα των ντοπαμινεργικών φαρμάκων. Πρόκληση νευροτοξικότητας κατά τη συγχορήγηση με λίθιο ακόμη και χωρίς να προκαλέσει αύξηση των επιπέδων του στο πλάσμα.

Προσοχή στη χορήγηση:

Προκαλεί θετική άμεση αντίδραση Coombs στο 20% των ασθενών που την λαμβάνουν (χωρίς να αποτελεί λόγο διακοπής της θεραπείας) και μπορεί να επηρεάσει τις δοκιμασίες διασταύρωσης τον αίματος. Ελάττωση της δόσης σε ασθενείς με επηρεασμένη νεφρική λειτουργία. Απαραίτητος συχνός αιματολογικός και ηπατικός έλεγχος. Η καταστολή μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα οδήγησης, σε συνέργεια με τη δράση του οινοπνεύματος.

Δοσολογία:

Από το στόμα 250 mg σε δύο ή τρεις δόσεις, αύξηση ανά δύο ή περισσότερες ημέρες μέχρι τη μέγιστη δόση που είναι 3 g ημερησίως. Σε ηλικιωμένους αρχικά 125 mg χ 2 μέχρι 2 g ημερησίως

Ιδιοσκευάσματα: ALDOMET/Vianex: f.c.tab 250 mg, 500 mg.

Α-Αδρενεργικοί αναστολείς

Οι α-αδρενεργικοί αναστολείς (με γνωστότερους εκπροσώπους την πραζοσίνη και την τεραζοσίνη) αποκλείουν τους μετασυναπτικούς α1-υποδοχείς, αναστέλλοντας έτσι την αγγειοσύσπαση που προκαλεί η νοραδρεναλίνη και προκαλούν αγγειοδιαστολή, μείωση των περιφερικών αντιστάσεων και ελάττωση της αρτηριακής πίεσης. Οι α-αναστολείς στερούνται δυσμενών μεταβολικών επιδράσεων, φαίνεται να έχουν μάλιστα ευνοϊκή επίδραση στις λιπιδαιμικές παραμέτρούς, αλλά δεν είναι τόσο ισχυρά αντιυπερτασικά φάρμακα, ιδίως για μονοθεραπεία. Η γνωστότερη ανεπιθύμητη ενέργειά τους είναι η απότομη εμφάνιση ορθοστατικής υπότασης μετά την πρώτη δόση των φαρμάκων αυτών (first dose effect), Επειδή τα φάρμακα αυτά χαλαρώνουν τις λείες μυϊκές ίνες σε περιπτώσεις υπερπλασίας τον προστάτου προκαλούν αύξηση της ροής των ούρων και βελτίωση των αποφρακτικών φαινομένων.

Πραζοσίνη

Ενδείξεις:

Αρτηριακή υπέρταση,

Αντενδείξεις:

Ευαισθησία στο φάρμακο, γαλουχία.

Ανεπιθύμητες ενέργειες:

Ορθοστατική υπόταση, υπνηλία, αδυναμία, ζάλη, κεφαλαλγία, αίσθημα καταβολής, ναυτία, αίσθημα παλμών, συχνουρία,αναφέρεται δε και ακράτεια.

Ιδιοσκενάσματα:

MINIPRESS/Pfizer: tab 1 mg, 2 mg.

Τεραζοσίνη

Δοσολογία: Αρχικά 1 mg το βράδυ και σταδιακή αύξηση στα 2-5 mg ημερησίως.

Λοιπά: Βλεπε Πραζοσίνη.

Ιδιοσκευάσματα:

HYTRIN/Abbott: tab 1, 2, 5 mg.

ΦΑΙΝΤΟΛΑΜΙΝΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ

Ενδείξεις:

Φαιοχρωμοκύττωμα, για την αντιμετώπιση των κρίσεων όσο και διαγνωστικά, στις αντιδράσεις τροφών με αναστολείς της ΜΑΟ, κατά την απότομη διακοπή της κλονιδίνης και την εμφάνιση φαινομένου «αναπήδησης», στην οξεία ανεπάρκεια της αριστερά κοιλίας, σε διαχωριστικό ανεύρυσμα αορτής.

Αντενδείξεις: Βλ. Πραζοσίνη.

Ανεπιθύμητες ενέργειες:

Υπόταση, ταχυκαρδία, ζάλη, ναυτία, διάρροια, ρινική συμφόρηση.

Αλληλεπιδράσεις:

Βλ. Πραζοσίνη.

Προσοχή στη χορήγηση: Παρακολούθηση της αρτηριακής πίεσης και της καρδιακής συχνότητας.

Δοσολογία:

Σε ενδοφλέβια χορήγηση 5-10 mg που μπορεί να επαναληφθεί. Σε ενδοφλέβια έγχυση 5-60 mg σε 10-20 min με ρυθμό 0.2-2 mg/min.

Ιδιοσκευάσματα:

REGITIN/Ciba (ΙΦΕΤ): inj.sol 10 mg/1 ml-amp x 5

 ΦΑΙΝΟΞΥΒΕΝΖΑΜΙΝΗ

Ενδείξεις: Φαιοχρωμοκύττωμα, σύνδρομο Raynaud, ακροκυάνωση, επίσχεση ούρων από καλοήθη αίτια.

Αντενδείξεις:

Υπερευαισθησία στο φάρμακο.

Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ορθοστατική υπόταση με ζάλη και σημαντική ταχυκαρδία, ατονία, ρινική συμφόρηση, μύση, αδυναμία εκσπερμάτωσης, σπάνια γαστρεντερικές διαταραχές, μετά ενδοφλέβια χορήγηση ελάττωση της εφίδρωσης και έντονη ξηροστομια Ιδιοσυγκρασιακά μπορεί να προκληθεί βαρείά υπόταση λίγο μετά την έναρξη της ενδοφλέβιας χορήγησης.

Δοσολογία: Σε φαιοχρωμοκύττωμα, από το στόμα, αρχική δόση 10 mg ημερησίως, αύξηση 10 mg ανά ημέρα μέχρι δόση 1-2 mg/kg ημερησίως σε δύο δόσεις.

Σε ενδοφλέβια έγχυση (κατά προτίμηση σε μεγάλη φλέβα) 1 mg/kg σε διάλυμα 200 ml NaCI 0,9% σε δύο ώρες, αποφυγή επαναχορήγησης για 24ώρες.

DIBENYLINE/S.K.F. (ΙΦΕΤ): caps 10 mg x 30. 

Αγγειοδιασταλτικά

Μέλη της ομάδας αυτής είναι η υδραλαζίνη, η μινοξιδίλη, η διαζοξίδη και το νιτροπρωσικό νάτριο. Προκαλούν αγγειοδιαστολή δρώντας απευθείας στις λείες μυϊκές ίνες των αρτηριών κυρίως, με μικρή επίδραση στα φλεβικά δίκτύα. H ελάττωση της αρτηριακής πίεσης συνοδεύεται από διέγερση τον συμπαθητικού με ταχυκαρδία, κεφαλαλγία, αίσθημα παλμών, ρινική συμφόρηση και μυοκαρδιακή ισχαιμία σε ασθενείς με υποκείμενη στεφανιαία νόσο. Για τους παραπάνω λόγους συγχορηγούνται συνήθως με β-αναστολείς και διουρητικά, ώστε να ελαχιστοποιηθεί η κατακράτηση υγρών και να αντιρροπισθεί η ταχυκαρδία και η αύξηση της καρδιακής παροχής. Η χρήση τους σήμερα έχει περιορισθεί σε ασθενείς με βαριά υπέρταση, ανθεκτική στη φαρμακευτική θεραπεία, ως επικουρική φαρμακευτική αγωγή. Σε μεγάλες δόσεις, η υδραλαζίνη μπορεί να προκαλέσει σύνδρομο τύπου ερυθηματώδους λύκου, ενώ η μινοξιδίλη προκαλεί υπερτρίχωση χαι μπορεί να οδηγήσει σε υπεζωκοτική ή περικαρδιακή συλλογή υγρού.

ΔΙΥΔΡΑΛΑΖΙΝΗ

Ενδείξεις: Αρτηριακή υπέρταση, υπερτασικές κρίσεις, ενδοφλεβίως για την αντιμετώπιση της εκλαμψιας.

Αντενδείξεις: Ιδιοπαθής συστηματικός ερνθηματώδης λύκος, σοβαρή ταχυκαρδία, καρδιακή ανεπάρκεια με μεγάλο όγκο παλμού, καρδιακή ανεπάρκεια λόγω μηχανικού κωλύματος τον χώρου εκροής της αριστεράς κοιλίας, πνευμονική καρδία, διαχωριστικό αορτικό ανεύρυσμα

Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ταχυχαρδία, κατακράτηση υγρών, ναυτία και έμετους, κεφαλαλγία, σύνδρομο προσομοιάζουν προς ερυθηματώδη λύκο (μετά μακρά θεραπεία με δόση μεγαλύτερη των 100 mg ημερησίως ή και μικρότερη σε γυναίκες), σπανίως εξανθήματα, πυρετός, περιφερική νευρίτιδα, αιματολογικές διαταραχές.

Αλληλεπιδράσεις: Βλ. Πραζοσίνη.

Προσοχή στη χορήγηση Μπορεί να προκαλέσει στηθάγχη σε προϋπάρχουσα στεφανιαία νόσο Λόγω της κατακράτησης υγρών και της ταχυκαρδίας πρέπει να συγχορηγείται με διουρητικά και β-αναστολείς. Δασολογία: Από το στόμα 25 mg χ 2 μέχρι 50 mg χ 2. Σε ενδοφλέβια χορήγηση, 5-10 mg σε 20 min, επανάληψη μετά 20-30 min. Σε ενδοφλέβια έγχυση έναρξη με 200-300 μcg/min και διατήρηση με 50-150 μcg/min.

Ιδιοσκευάσματα: NEPRESOL/Ciba-Geigy: dτ.pd.inj. 25 mg/amp χ 5amps + 5 amp 2 ml soΙν

Minoxidil

Ενδείξεις: Βαρειά υπέρταση μη ελεγχόμενη από άλλα αντιυπερτασικά, ιδιαίτερα σε ασθενεί με νεφρική ανεπάρκεια.

Δασολογία: Αρχικά 5 mg ημερησίως σε 1-2 δόσεις. Αύξηση ανά 5-10 mg κάθε 3 ή περισσότερες ημέρες και μέγιστη δόση 50 mg ημερησίως.

LONITEN/Upjnhn: tab 5 mg χ 100, 10 mg χ 100

ΔΙΑΖΟΞΕΙΔΗ

Ενδείξεις: Υπερτασική κρίση, χρόνια υπογλυκαιμία.

Αντενδείξεις: Υπέρταση μηχανικής αιτιολογίας (λ.χ. από ισθμική στένωση αορτής), ισχαιμική καρδιοπάθεια, βαριά αθηροσκλήρωση.

Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ταχυκαρδία, υπεργλυκαιμία, κατακράτηση υγρών. Αλληλεπιδράσεις: 'Οπως υδραλαζίνη. Επίσης ανταγωνίζεται τη δράση των υπογλυκαιμικών φαρμάκων.

Δοσολογία: Ταχεία ενδοφλέβια χορήγηση σε χρόνο <30 sec ή έγχυση σε 15-30 min και σε δόση 1-3 mg/kg, επανάλειψη μετά 5-15 min. Μέγιστη δόση 150 mg. Με δόσεις άνω των 300 mg υπάρχει κίνδυνος πρόκλησης στηθάγχης, οξέος εμφράγματος ή εγκεφαλικού επεισοδίου.

Ιδιοσκευάσματα:

HYPERSTAT/Schering-Essex (ΙΦΕΤ): inj.sol 300 mg/20 ml-vial χ 1

ΝΙΤΡΟΠΡΩΣΣΙΚΟ ΝΑΤΡΙΟ

Ενδείξεις: Σε υπερτασική κρίση, έλεγχος υπέρτασης κατά τη διάρκεια χειρουργείου, στην οξεία ή χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια.

Αντενδείξεις: Σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία, έλλειψη βιταμίνης Β12, κρανιακοί όγκοι, μεταβολική εγκεφαλοπάθεια.

Ανεπιθύμητες ενέργειες: Κεφαλαλγία, ζάλη, ναυτία, ερυγές, κοιλιακό άλγος, εφίδρωση, αίσθημα παλμών, ανησυχία, οπισθοστερνική δυσφορία-υποχωρούν με ελάττωση τον ρυθμού έγχυσης.

Αλληλεπιδράσεις: Όπως η υδραλαζίνη.

Προσοχή στη χορήγηση: Επί υποθυρεοειδισμού, σοβαρής νεφρικής δυσλειτουργίας, σε ηλικιωμένους, σε διαταραχές της εγκεφαλικής κυκλοφορίας. Λόγω της ταχείας έναρξης δράσης η χορήγησή της πρέπει να γίνεται σε μονάδα εντατικής παρακολούθησης. Κατά την παρατεταμένη χορήγησή της χρειάζεται παρακολούθηση των επιπέδων των κυανιούχων τον πλάσματος (όριο μέχρι 10 mg/dl). Εάν αυξηθούν περαιτέρω μπορεί να προκληθεί αίσθημα εξάντλησης, ναυτία, αποπροσανατολισμός μέχρι ψυχώσεως. H υποψία τίθεται εάν εμφανισθεί μεταβολική οξέωση. Αντιμετωπίζεται με διακοπή της χορήγησης, ενώ σαν αντίδοτα χρησιμοποιούνται αρχικά 4-6 mg νιτρικού νατρίου 35% σε 2 min και ακολούθως 50 ml διαλύματος θειοθειϊκού νατρίου 25%. Αναφέρεται πρόληψη με ταυτόχρονη χορήγηση υδροξυκοβαλαμίνης.

Δασολογία: Χορηγείται σε ενδοφλέβια έγχυση αρχικά 0.3-1 μcg/kg/min και προσαρμογή της δασολογίας ανάλογα με το αποτέλεσμα, με συνήθη δόση 0.5-6 μcg/kg/min και μέγιστη δόση 8 μcg/ kg/min.

Στην καρδιακή ανεπάρκεια: Αρχικά 10-15 μcg/min και αύξηση ανά 5-10 min. Συνήθης δόση 10-200/min και μέγιστη δόση 280 μcg/min (4 μcg/min).

Ιδιοσκευάσματα: SODIUM NITROPRUSSIDE DIHYDRATE ROCHE/Roche: ly.p.iv.inj 50 mg/amp χ 1 amp + 1 amp 2 ml-solv.