Διουρητικά φάρμακα
Τα διουρητικά αυξάνουν την νεφρική απέκκριση νατρίου (νατριουρητικά) ή αποβαλλόμενα τα ίδια (ωσμωτικώς δρώντα) συμπαρασύρουν ύδωρ αυξάνοντας έτσι τη διούρηση. Χορηγούνται για να μειωθεί ο βαθμός ενυδάτωσης τον οργανισμού. Σε ανουρία (ή έντονη ολιγουρία) συνήθως δε δρουν. Από τα νατριουρητικά, οι θειαζίδες (και τα παρόμοιας δράσης), τα διουρητικά της αγκύλης και οι αναστολείς της καρβοανυδράσης σνναπεκκρίνουν κάλιο (καλιοουρητικά). Αντιθέτως, οι ανταγωνιστές της αλδοστερόνης και τα προστατευτικά της απώλειας καλίου μειώνουν την αποβολή του. Οι αναστολείς της καρβοανυδράσης, πολύ ήπια διουρητικά, έχουν περιορισμένη εφαρμογή στην αντιμετώπιση τον γλαυκώματος
Ανεπιθύμητη ενέργεια των ανταγωνιστών της αλδοστερόνης και των προστατευτικών της απώλειας καλίου διουρητικών είναι η υπερκαλιαιμία, ενώ των καλιουρητικών η υποκαλιαιμία. Γι' αυτό, σε χρόνια χορήγηση, συχνά συνδυάζονται ένα φάρμακο της μίας κατηγορίας με ένα της άλλης. Κοινή ανεπιθύμητη ενέργεια και των δύο κατηγοριών είναι η υπονατριαιμία. Όλων των διουρητικών πιθανή ανεπιθύμητη ενέργεια είναι η αφυδάτωση, ιδιαιτέρως όταν συνυπάρχουν και άλλοι παράγοντες, όπως π.χ. πυρετός, διάρροια και ιδίως σε ηλικιωμένα άτομα τους θερινούς μήνες.
Η φουροσεμίδη ενδέχεται να μειώσει το ασβέστιο τον ορού, ενώ οι θειαζίδες να το αυξήσουν. Τα ωσμωτικώς δρώντα ενδέχεται, πριν εκδηλώσουν τη διουρητική τους δράση, να αυξήσουν τον όγκο αίματος της κυκλοφορίας και να επιδεινώσουν προυπάρχουσα καρδιακή ανεπάρκεια. Όλα μπορούν να προκαλέσουν αύξηση της ουρίας, αλλά η ουραιμία δεν είναι απόλυτη αντένδειξη στη χορήγησή τους (αντιθέτως, αν οφείλεται σε μείωση της σπειραματικής διήθησης από καρδιακή ανεπάρκεια, ενδέχεται να μειωθεί με κατάλληλα διουρητικά).
Διουρητικό εκλογής σε πνευμονικό οίδημα ή βαριά χρόνια νεφρική ανεπάρκεια είναι η φουροσεμίδη (ή άλλο διουρητικό της αγκύλης). Σε ηπιότερες χρόνιες μορφές μπορεί να χρησιμοποιηθεί η χλωροθαλιδόνη ή μια θειαζίδη συνήθως σε συνδυασμό με κάλιο ή με ένα από τα διουρητικά πού κατακρατούν κάλιο. Σε ελαφρά υπέρταση χρησιμοποιείται συνήθως μια θειαζίδη ή η χλωροθαλιδόνη, είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με ένα προστατευτικό της απώλειας καλίου διουρητικό. Σε βαρύτερη υπέρταση χρησιμοποιείται συνήθως μια θειαζίδη ή η χλωροθαλιδόνη. Σε βαρύτερη υπέρταση είναι συνήθως προτιμότερο να συνδυαστεί το διουρητικό με αντιυπερτασικό άλλης κατηγορίας παρά να αυξηθεί η δόση τον διουρητικού Για τον ασκίτη από κίρρωση πρέπει να δοθεί έμφαση στα προστατευτικά της απώλειας καλίου διουρητικά, καθώς η υποκαλιαιμία ενδέχεται να εννοήσει την εμφάνιση εγκεφαλοπάθειας.
ΘΕΙΑΖΙΔΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΜΟΙΑΣ ΔΡΑΣΗΣ
Οι θειαζίδες και τα διουρητικά με παρόμοια δράση (χλωροθαλιδόνη) δρουν στην αρχή τον κατιόντος σκέλους της αγκύλης του Henle και προκαλούν αυξημένη απέκκριση νατρίου και ύδατος. Είναι διουρητικά με μέτρια ισχύ και χρησιμοποιυνται για την καταπολέμηση ήπιων οιδημάτων π.χ. από καρδιακή ανεπάρκεια καθώς και ως αντιυπερτασικά, είτε ως μονοθεραπεία, είτε σε συνδυασμό με άλλα αντιυπερτασικά. Η υποκαλιαιμία, (ιδίως με τη χλωροθαλιδόνη) είναι, σε χρόνια χορήγηση, συχνή. Άτυπες ηλεκτροκαρδιγραφικές αλλοιώσεις; σε άτομα που παίρνουν χρονίως θειαζίδες, πρέπει να εγείρουν την υπόνοια υποκαλιαιμίας έστω και αν το κάλιο ορού δεν είναι σαφώς κάτω από τα κατώτερα φυσιολογικά όρια.
Αν η διούρηση που προκαλείται με θειαζίδες στις μέγιστες δόσεις τους δεν είναι ικανοποιητική, δεν αναμένεται μεγαλύτερη διούρηση με παραπέρα αύξηση της δόσης. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να δοθούν διουρητικά της αγκύλης. Δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των θειαζιδών. Η χλωμοθυλιδόνη έχει δράση μακρότερη από τις θειαζίδες και μπορεί να χορηγείται ανά δεύτερη ημέρα ή και αραιότερα.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες όλων των φαρμάκων αυτής της ομάδας είναι κοινές.
ΙΝΔΑΠΑΜΙΔΗ
Ενδείξεις: Υπέρταση.
Αντενδείξεις: Γνωστή υπερευαισθησία στο φάρμακο και γενικά στις σουλφοναμίδες, πρόσφατο αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, ανουρία, βαρειά νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια, κύηση.
Ανεπιθύμητες ενέργειες:
Υποκαλιαιμία με ή χωρίς κλινικά συμπτώματα. Κεφαλαλγία, ζάλη, αδυναμία, εύκολη κόπωση, κακουχία, λήθαργος, ίλιγγος, αυπνία, κατάθλιψη, θάμβος οράσεως, ενερεθιστότητα, ανησυχία, ναυτία, έμετοι, δυσκοιλιότητα, διάρροια, κοιλιακά άλγη, ανορεξία, ορθοστατική υπόταση, αίσθημα παλμών, αρρυθμία, νυκτουρία, πολυουρία, εξανθήματα, κνησμός, αγγειίτιδα, ανικανότητα, ρινόρροια, αναστρέψιμη οξεία μυωπία, ερυθρότητα προσώπου. Υπερουριχαιμία, υπονατριαιμία, υποχλωραιμία, αζωθαιμία, υπερασβεστιαιμία.
Αλληλεπιδράσεις:
Ενισχύει την αντιυπερτασική δράση των άλλων αντιυπερτασικών. Αυξάνει τα επίπεδα λιθίου στο αίμα (μέχρι τοξικότητας). Ελαττώνει τη δράση στα αγγεία των συμπαθητικομιμητικών αμινών. Με καρβενοξολόνη και θειαζίδες αυξημένος κίνδύνος υποκαλιαιμίας.
Προσοχή στη χορήγηση:
Σε κύηση ή γαλουχία (να χορηγείται μόνο σε απόλυτη ανάγκη). Επίσης σε ασθενείς με υπερουριχαιμία, ουρική αρθρίτιδα, σακχαρώδη διαβήτη, υπερπαραθυρεοειδισμό (διακοπή σε υπερασβεστιαιμία) γλυκοσίδες (κίνδυνος τοξικού δακτυλιδισμού από υποκαλιαιμία). Κατά τη χορήγηση τον φαρμάκου επιβάλλεται τακτικός προσδιορισμός των ηλεκτρολυτών και ιδιαιτέρως του καλίου. Σε ασθενείς με συστηματικό ερυθηματώδη λύκο μπορεί να προκαλέσει έξαρση των συμπτωμάτων.
Δοσολογία:
Συνήθης δόση 1,25-2,5 mg εφάπαξ ημερησίως από το στόμα
Ιδιοσκευάσματα:
FLUDEX/Servier: tab 1,25, 2,5 mg.
ΧΛΩΡΟΘΑΛΙΔΟΝΗ
Ενδείξεις:
Οίδημα, υπέρταση, άποιος διαβήτης.
Αντενδείξεις:
Υπερευαισθησία στις θειαζίδες ή τις σουλφοναμίδες. Ηπατική, νεφρική ανεπάρκεια. Ουρική αρθρίτιδα, σακχαρώδης διαβήτης.
Ανεπιθύμητες ενέργειες:
Αδυναμία, ναυτία, μυϊκές κράμπες, δυσκοιλιότητα, ανικανότητα (αποκαθίσταται με τη διακοπή τον φαρμάκου). υποκαλιαιμία, υπομαγνησιαιμία, υπονατριαιμία, νπερασβεστιαιμία, υπερουριχαιμία, υπεργλυκαιμία, υποκαλιαιμική αλκάλωση, αύξηση χοληστερίνης. Σπανίως προκαλεί ουδετεροπενία, θρομβοπενία και απλαστική ή αιμολυτική αναιμία.
Αλληλεπιδράσεις: Αυξάνει τα επίπεδα τον λιθίου στο πλάσμα (κίνδυνος τοξικότητας). Η υποκαλιαμία αυξάνει τον κίνδυνο τοξικού δακτυλιδισμού και ανταγωνίζεται τη δράση της λιδοκαίνης, μεξιλετίνης και τοκαινίδης.
Προσοχή στη χορήγηση:
Σε νεφρική, ηπατική ανεπάρκεια, γαλουχία, εγκυμοσύνη, σακχαρώδη διαβήτη, ουρική αρθρίτιδα.
Δασολογία:
Από το στόμα: Αρχικώς 50-100 mg/24ωρο εφάπαξ κάθε πρωί ή 100 mg κάθε δεύτερη ημέρα. Υπέρταση, 25 mg που αυξάνονται στα 50 mg αν είναι απαραίτητο. Παιδιά: 2 mg/kg τρεις φορές την εβδομάδα. Η δόση συντήρησης σε ενηλίκους και παιδιά εξατομικεύεται. 'Εχει τον μακρότερο χρόνο δράσης (24-72 ώρες).
Ιδιοσκευάσματα: HYGROTON/Ciba-Geigy: tab 25 mg χ 30, 50 mg χ 20.
ΔΙΟΥΡΗΤΙΚΑ ΤΗΣ ΑΓΚΥΛΗΣ
Ισχυρά διουρητικά που εμποδίζουν την επαναρρόφηση χλωριούχου νατρίου και ύδατος στο ανιόν σκέλος της αγκύλης του Henle.
Δρουν ταχέως (σε μια ώρα περίπου από το στόμα και μισή ώρα ενδοφλεβίως) και η δράση τους διαρκεί περί τις 6 ώρες, ώστε αν χρειάζεται να μπορούν να χορηγούνται δύο φορές την ημέρα χωρίς να παρεμβαίνουν στον ύπνο.
Κυριότερη ένδειξη είναι το οξύ πνευμονικό οίδημα. Επίσης οιδήματα που δεν ανταποκρίνονται σε ηπιότερα διουρητικά. Χορηγούνται συνήθως διαλειπόντως. Η διούρηση που προκαλούν είναι συνάρτηση της δόσης τους. Σε νεφρική ανεπάρκεια ενδέχεται να απαιτηθούν δόσεις ως και 10πλάσιες από τις συνηθισμένες. Οι συνηθέστερες ανεπιθύμητες ενέργειες των διουρητικών της αγκύλης είναι όμοιες με των θειαζιδικών: αφυδάτωση, υπονατριαιμία, υποκαλιαιμία, ουραιμία, υπερουριχαιμία, υπεργλυκαιμία.
ΒΟΥΜΕΤΑΝΙΔΗ
Ενδείξεις:
Οίδημα, ολιγουρία οφειλόμενη σε νεφρική ανεπάρκεια.
Ανεπιθύμητες ενέρyειες:
Όπως της φουροσεμίδης. Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια μεγάλες δόσεις μπορεί να προκαλέσουν έντονες μυαλγίες, κοιλιακά άλγη και εμετούς.
Δασολογία:
Από το στόμα: Αρχικώς 1 mg κάθε πρωί με σταδιακή αύξηση της δόσης μέχρι 4 mg την ημέρα. Σε νεφροπαθείς μέχρι και 15 mg την ημέρα. Ενδοφλεβίως: Σε πνευμονικό οίδημα 1-2 mg που μπορεί να επαναληφθεί μετά 20 λεπτά.
Λοιπά: Βλ. Φουροσεμίδη.
Ιδιοσκευάσματα: BURINEX/Leo (ΙΦΕΤ): tab 1 mg, inj sol 1 mg/2 ml\amp
ΦΟΥΡΟΣΕΜΙΔΗ
Ενδείξεις:
Οξύ πνευμονικό οίδημα, οιδήματα καρδιακής ανεπάρκειας ή νεφρωσικού συνδρόμού, υπέρταση, κίρρωση με ασκίτη, υπέρταση. Υπερασβεστιαιμία, σε συνδυασμό με ισότονα χλωρονατριούχα διαλύματα. Οίδημα ή ολιγουρία σε ορισμένες περιπτώσεις οξείας ή χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας.
Αντενδείξεις:
Γνωστή υπερευαισθησία στο φάρμακο και γενικά τις θειαζίδες και τις σουλφοναμίδες, ανουρία, δυσκόλως ρυθμιζόμενος σακχαρώδης διαβήτης, ουρική αρθρίτιδα, κύηση (ιδίως πρώτο τρίμηνο). Προκωματώδης κατάσταση από ηπατική κίρρωση. Πορφυρία.
Ανεπιθυμητες ενέργειες:
Υποκαλιαιμία, υποχλωραιμική αλκάλωση, υπονατριαιμία, υπασβεστιαιμία, και λιγότερο συχνά ναυτία και γαστρεντερικές διαταραχές. Αυξάνει τα επίπεδα στο αίμα του σακχάρου, λιπιδίων, ουρίας και ουρικού οξέος. Χορήγηση μεγάλων δόσεων μπορεί να προκαλέσει μείωση τον όγκού τον πλάσματος και υπόταση. 'Εχουν περιγραφεί κνίδωση, πολύμορφο ερύθημα, φωτοευαισθησία, αναιμία, ακοκκιοκυτταραιμία, θρομβοπενία, διάμεση νεφρίτιδα και οξεία παγκρεατίτιδα. Ταχεία ενδοφλέβια χορήγηση μεγάλων δόσεων μπορεί να προκαλέσει παροδική κώφωση, που σπάνια εμφανίζεται με μικρές δόσεις ή κατά την από του στόματος χορήγηση. Μόνιμη κώφωση παρατηρείται ακόμα σπανιότερα.
Αλληλεπιδράσεις:
Με καρβενοξολόνη, ακεταζολαμίδη, ινδαπαμίδη, κορτικοστεροειδή και ACTH αυξάνει ο κίνδύνος της υποκαλιαιμίας, με αμινογλυκοσίδες o κίνδυνος της νεφροτοξικότητας και ωτοξικότητας, με κεφαλοσπορίνες της νεφροτοξικότητας, με διαζοξείδη της υπεργλυκαιμίας, με καρδιακές γλυκοσίδες, δισοπυραμίδη και κινιδίνη ο κίνδυνος ανεπιθύμητων ενεργειών. Τα αντιεπιληπτικά και τα μη στερινοειδή αντιφλεγμονώδη μειώνούν την νατριουρητική δράση. Αυξάνει τα επίπεδα τον λιθίου στο αίμα και ενισχύει τη δράση σουκινολοχολίνης. Μειώνει τη δράση των από τον στόματος αντιπηκτικών.
Προσοχή στη χορήγηση:
Επιβάλλεται τακτικός προσδιορισμός των ηλεκτρολυτών τον ορού. Να χορηγείται μαζί με προστατευτικά της απώλειας καλίου διουρητικά (ή σκευάσματα καλίου) σε ασθενείς πού λαμβάνούν καρδιακές γλυκοσίδες ή πάσχούν από κίρρωση. Ευαισθησία στις σουλφοναμίδες. Επί νεφρικής βλάβης η επιδείνωση της ουραιμίας ή της ολιγουρίας επιβάλλει τη διακοπή της χορήγησής της. Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος μπορεί να ενεργοποιηθεί ή να παρουσιάσει έξαρση. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται κατά τη χορήγησή της σε ηλικιωμένα άτομα, ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες, οπότε μπορεί να προκληθεί έντονη αφυδάτωση, υπόταση. Επί κυήσεως να χορηγείται μετά το πρώτα τρίμηνο μόνον εαν είναι απολύτως απαραίτητη. Επί γαλουχίας ο θηλασμός θα πρέπει να διακόπτεται.
Δοσολογία:
Από το στόμα: Αρχικώς 20-80 mg κάθε πρωί. Η δόση αυξάνεται σταδιακά ανάλογα με την ανταπόκριση. Μέγιστη συνιστώμενη δόση 500 mg την ημέρα. Παιδιά: Αρχικώς 2 mg/kg ανά 24ωρη εφάπαξ και σε ανάγκη σταδιακή αύξηση μέχρι 6 mg/kg ανά 24ωρη.
Ενδοφλεβίως: Οξύ πνευμονικό οίδημα 40 mg πού μπορεί να επαναληφθούν μετά 60-90 λεπτά. Σε οξεία νεφρική ανεπάρκεια η συνολική δόση μπορεί να φθάσει τα 500 mg το 24ωρο ανάλογα με την επιτυγχανόμενη διούρηση. Η ενδοφλέβια έγχυση μεγάλων δόσεων να γίνεται με ρυθμό μέχρι 4 mg/min.
Ιδιοσκευάσματα
LASIX: tab 40 mg, tab 500 mg
ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ ΚΑΛΙΟΥ
Περιλαμβάνονται η αμιλορίδη και τριαμτερένη. Πρόκειται για φάρμακα με ασθενή διουρητική και αντιυπερτασική δράση. Χαρακτηρίζονται από κατακράτηση καλίου. Χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά σε συνδυασμούς με άλλα διουρητικά κυρίως θειαζίδες. Σκοπός τον συνδυασμού είναι η προστασία από την απώλεια καλίου, που προκαλούν τα διουρητικά και η ενίσχυση της διουρητικής τους δράσης, Η χορήγηση των δυο διουρητικών είναι προτιμότερο να γίνεται χωριστά. Εντούτοις, οι σταθεροί συνδυασμοί παρουσιάζουν το πλεονέκτημα της καλύτερης συμμόρφωσης τον αρρώστου, ιδιαιτέρως σε ανάγκη μακροχρόνιας χορήγησης. Σημειώνεται ότι η χρήση των σταθερών συνδυασμών δεν αίρει την ανάγκη για τακτικούς προσδιορισμούς των ηλεκτρολυτών τον ορού.
ΑΜΙΛΟΡΙΔΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ + ΥΔΡΟΧΛΩΡΟΟΕΙΑΖΙΔΗ
Ενδείξεις:
Υπέρταση, οιδήματα καρδιακής ανεπάρκειας.
Αντενδείξεις:
Υπερκαλιαιμία, υπερευαισθησία στα δραστικά του συνδυασμού. βλ. επίσης Χλωροθαλιδόνη
Ανεπιθύμητες ενέργειες:
Αμιλορίδης: Κυρίως υπερκαλιαιμία (ιδιαιτέρως σε νεφρική ανεπάρκεια) και σπανιότερα ναυτία, ανορεξία, ξηροστομία, κοιλιακά άλγη, εξανθήματα. Εχουν επίσης αναφερθεί κεφαλαλγία, ζάλη, αδυναμία, εύκολη κόπωση, μυικές συσπάσεις, βήχας, δύσπνοια, ανικανότητα.
Βλ. επίσης Χλωροθαλιδόνη.
Αλληλεπιδράσεις: Αμιλορίδης: Ενισχύει τη δράση των αντιυπερτασικών και αυξάνει τα επίπεδα τον λιθίου στο αίμα. βλ. επίσης Χλωροθαλιδόνη.
Προσοχή στη χορήγηση:
Αμιλορίδης: Σε νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια, ηλικιωμένα ή αφυδατωμένα άτομα, σαχκαρώδη διαβήτη, αναπνευστική ή μεταβολική οξέωση. Να μη χορηγείται επιπλέον κάλιο και να περιορίζονται τροφές πλούσιες σε αυτό.
Δοσολογία: Συνήθως 1/2-2 δισκία την ημέρα, αναλόγως με την περίπτωση
Ιδιοσκευάσματα:
MODURΕTIC/Vianex: tab (5+50) mg.
TIADEN/Gap: tab (5+50) mg.
ΑΜΙΛΟΡΙΔΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ + ΦΟΥΡΟΣΕΜΙΔΗ
Ενδείξεις:
Υπέρταση, οιδήματα καρδιακής ανεπάρκειας.
Δοσολογία:
Συνήθως 1/2-2 δισκία κάθε πρωί.
Λοιπά: βλ. Αμιλορίδη + Υδροχλωροθειαζίδη (για την Αμιλορίδη) και Φουροσεμίδη.
Ιδιοσκευάσματα: FRUMIL: tab (5+40) mg.
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΑΛΔΟΣΤΕΡΟΝΗΣ
Περιλαμβάνεται η σπειρονολακτόνη που έχει ασθενή διουρητική δράση. Δρα ανταγωνιστικά προς την αλδοστερόνη και προκαλεί κατακράτηση καλίου. Ενισχύει τη δράση των θειαζιδικών και των διουρητικών της αγκύλης. Προτιμάται σε οιδήματα ή ασκίτη κιρρωτικών ασθενών και ενίοτε σε οιδήματα καρδιακής ανεπάρκειας που είναι ανθεκτικά σε άλλα διουρητικά. Έχει αναφερθεί καρκινογένεση ήπατος και ενδοκρινών αδένων σε πειραματόζωα.
Σπειρονολακτόνη
Ενδείξεις:
Πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός, οιδηματώδεις καταστάσεις από συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, κίρρωση τον ήπατος και νεφρωσικό σύνδρομο, ιδιοπαθής υπέρταση (σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα), υποκαλιαιμία. (όταν τα άλλα μέσα αποδειχθούν αναποτελεσματικά)
Αντενδείξεις:
Υπερκαλιαιμία, σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια, νόσος τον Addison, κύηση, γαλουχία.
Ανεπιθύμητες ενέργειες:
Υπερκαλιαιμία και γυναικομαστία οι σπουδαιότερες. Επίσης υπερχλωριαιμιχή οξέωση (ιδιαιτέρως σε κιρρωτικούς), αύξηση ουρίας και ουρικού οξέος, μαστοδυνία, διαταραχές της εμμήνου ρύσεως, μείωση της libido και ανικανότητα στους άνδρες. Ενίοτε γαστρεντερικές διαταραχές και σπανίως έλκος, εξανθήματα, κεφαλαλγία, υπνηλία, σύγχυση, αταξία, πυρετός. Απαιτείται προσοχή στην οδήγηση γιατί ενδέχεται να προκαλέσει υπνηλία, αταξία, διανοητική σύγχυση.
Προσοχή στη χορήγηση:
Σύγχρονη χορήγηση καλίου ή τροφών πλούσιων σε κάλιο μπορεί να προκαλέσει επικίνδυνη υπερκαλιαιμία. Περιοδικός έλεγχος τον καλίου τον ορού, ιδιαίτερα σε νεφροπαθείς. Επίσης σε διαβήτη και ηλικιωμένα άτομα.
Αλληλεπιδράσεις:
Με καλιούχα σκευάσματα και αναστολείς τον μετατρεπτικού ενζύμου, αυξημένος κίνδυνος νπερκαλιαιμίας. Αυξάνει τα επίπεδα τον λιθίου στο αίμα, ενισχύει τη δράση άλλων διουρητικών και των αντιυπερτασικών φαρμάκων μειώνει την ανταπόκριση των αγγείων στη νοραδρεναλίνη και τη δράση των από τους στόματος αντιπηκτικών.
Δοσολογία:
Συνήθως 25-200 mg/24ωρο ή και μέχρι 400 mg σε δύο δόσεις.
Ιδιοσκευάσματα: ALDACTONE: c.tab 25, 100 mg.
Επλερενόνη (eplerenone)
Ανήκει στην ομάδα των αναστολέων της αλδοστερόνης (aldosterone) με κύρια δράση τη μείωση των επιπέδων νατρίου του αίματος. Στην Ευρώπη η επλερενόνη ενδείκνυται, προστιθέμενο στην πρότυπη θεραπεία που περιλαμβάνει β-αποκλειστές, α-ΜΕΑ προκειμένου να μειώσει τον κίνδυνο καρδιαγγειακής θνησιμότητας και νοσηρότητας σε σταθερούς ασθενείς με δυσλειτουργία αριστερής κοιλίας (Κλάσμα Εξώθησης Αριστερής Κοιλίας <40%) και κλινικές ενδείξεις καρδιακής ανεπάρκειας έπειτα από πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Παρενέργειες: Πονοκέφαλος, ίλιγγος, διάρροια, επιγαστραλγία, ναυτία, βήχας ή συμπτώματα γρίππης-όπως π.χ., πυρετός, ασυνήθιστη κούραση. Εάν οποιαδήποτε από αυτά τα αποτελέσματα εμμένουν ή επιδεινώνονται, ειδοποιήστε το γιατρό σας.
Η επλερενόνη αντενδείκνυται για χρήση σε ασθενείς με υπερκαλιαιμία κατά τη στιγμή της έναρξης της θεραπείας, σε ασθενείς με μέτρια ως βαριά νεφρική ανεπάρκεια και σε ασθενείς με βαριάς μορφής ηπατική ανεπάρκεια. Οι ασθενείς στους οποίους χορηγείται αγωγή με καλιοσυντηρητικά διουρητικά, με συμπληρώματα καλίου ή με ισχυρούς αναστολείς του CYP3A4 (π.χ. κετοκοναζόλη, κλαριθρομυκίνη, κ.λ.π.) δεν πρέπει να λαμβάνουν επλερενόνη.
Όπως είναι αναμενόμενο από το μηχανισμό δράσης της, με την επλερενόνη μπορεί να σημειωθεί υπερκαλιαιμία. Τα επίπεδα του καλίου στο αίμα θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά σε όλους τους ασθενείς στην έναρξη της αγωγής, καθώς και περιοδικά, όπως και με οποιαδήποτε αλλαγή στην δοσολογία. Απαιτείται συνεχής και τακτική παρακολούθηση σε ασθενείς που διατρέχουν κίνδυνο εμφάνισης υπερκαλιαιμίας, όπως όσοι εμφανίζουν βεβαρημένη νεφρική και ηπατική λειτουργία, ή σακχαρώδη διαβήτη.
Ιδιοσκευάσματα: INSPRA