Κακοήθεις όγκοι της καρδιάς με λίγα λόγια

Τα καρδιακά σαρκώματα είναι οι δεύτεροι σε συχνότητα όγκοι μετά τα μυξώματα και αποτελούν τους συχνότερους πρωτοπαθείς κακοήθεις όγκους της καρδιάς. Οι όγκοι αυτοί μεθίστανται περίπου στο 80% των περιπτώσεων, συνηθέστερα στους πνεύμονες, το μεσοθωράκιο και τη σπονδυλική στήλη και λιγότερο συχνά στο ήπαρ, τους νεφρούς, τα επινεφρίδια, το πάγκρεας, τα οστά, το σπλήνα και το έντερο.

Τα σαρκώματα προέρχονται από το μεσέγχυμα γι' αυτό και δείχνουν μεγάλη ποικιλία μορφολογικών τύπων, από τους οποίους οι συχνότεροι είναι τα ραβδομυοσαρκώματα (περίπου το 15% όλων των σαρκωμάτων). Ακολουθούν τα λεμφοσαρκώματα, τα ινοσαρκώματα, τα μυξοσαρκώματα και μια ποικιλία κακοηθών αγγειακών όγκων.

Τα σαρκώματα απαντούν σε κάθε ηλικία συχνότερα όμως μεταξύ της 3ης και 4ης δεκαετίας της ζωής. Παρατηρείται ελαφρώς υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης στους άνδρες από ό,τι στις γυναίκες. Εντοπίζονται συχνότερα στους κόλπους (ειδικότερα στο δεξιό) παρά στις κοιλίες. Όταν αναπτύσσονται εξωκαρδιακά, διηθούν το περικάρδιο και παράγουν αιμορραγική περικαρδιακή συλλογή. Σε περίπτωση που ο όγκος παρουσιάζει διηθητικό χαρακτήρα προς το μυοκάρδιο, παρατηρούνται διαταραχές της αγωγιμότητας, πλήρης κολποκοιλιακός αποκλεισμός και καρδιακή ανεπάρκεια. Στην περίπτωση της καρδιακής ανεπάρκειας τίθεται πρόβλημα διαφοροδιάγνωσης από τις διάφορες μορφές των μυοκαρδιοπαθειών. Μερικές φορές οι όγκοι αυτοί αναπτύσσονται ως ενδοκοιλοτικές μάζες και αναγνωρίζονται με την αγγειοκαρδιογραφία. Σε αντίθεση με τα μυξώματα, τα σαρκώματα εμφανίζουν συνήθως μίσχο με ευρεία βάση. Μπορεί να προκαλέσουν συμπτώματα από την παρεμπόδιση της ροής του αίματος διαμέσου των καρδιακών βαλβίδων, συμπτώματα απόφραξης της άνω κοίλης φλέβας ή εμβολές με καρκινωματώδη κύτταρα.

Αν και η κυτταρολογική εξέταση του περικαρδιακού υγρού είναι διαγνωστική, εντούτοις η ερευνητική θωρακοτομή με μέση στερνοτομή επιχειρείται συχνά για την εκτίμηση της φύσης και της έκτασης του όγκου καθώς και της πιθανής εξαίρεσης του. Η πρόγνωση είναι βαριά και η συνήθης εξέλιξη είναι η επέκταση της διήθησης και οι απομακρυσμένες μεταστάσεις. Αν και θεωρητικά η εξαίρεση του όγκου είναι δυνατή, οι ασθενείς πεθαίνουν συνήθως μέσα σε διάστημα έξι μηνών από την εμφάνιση των συμπτωμάτων.

Παρά την κακή πρόγνωση των όγκων αυτών, ορισμένοι χειρουργοί επιχειρούν τη ριζική εξαίρεση τους, η οποία λόγω του μεγέθους του όγκου απαιτεί την καταστροφή ή εκτομή ανατομικών στοιχείων της καρδιάς. Έτσι είναι δυνατόν, σε όγκους στην περιοχή των κόλπων, να αφαιρεθεί τμήμα του δεξιού ή αριστερού κολπικού τοιχώματος, του μεσοκολπικού διαφράγματος, ή ακόμα να προκληθεί βλάβη στην τριγλώχινα βαλβίδα καθώς και στην περιοχή του κολποκοιλιακού κόμβου, με αποτέλεσμα την εμφάνιση μόνιμου κολποκοιλιακού αποκλεισμού. Σε εντόπιση στη δεξιά κοιλία, είναι δυνατό να αφαιρεθεί, μαζί με την εκτομή του όγκου, τμήμα του τοιχώματος της κοιλίας.

Μετεγχειρητικά ο ασθενής υποβάλλεται σε ακτινοθεραπεία ή χημειοθεραπεία ή εφαρμόζεται συνδυασμός των δύο αυτών θεραπευτικών αγωγών.

Στη βιβλιογραφία αναφέρονται περιπτώσεις ασθενών, οι οποίοι επιβίωσαν τρία χρόνια μετά την πλήρη εκτομή του όγκου και την εφαρμογή ακτινοθεραπείας, χημειοθεραπείας ή συνδυασμού και των δύο θεραπειών.