Lifestyle και υγεία

Οι παράγοντες κινδύνου και η εξατομίκευση της βλαπτικής δράσης τους. Η «εξομοίωση» με τη βοήθεια ηλεκτρονικών υπολογιστών. Οι εκφυλιστικές νόσοι και τα προληπτικά μέτρα

Ως παράγοντες κινδύνου χαρακτηρίζονται παράγοντες που συνδέονται θετικά με τον κίνδυνο εμφάνισης μιας νόσου, αλλά δεν είναι επαρκείς για να προκαλέσουν τη νόσο.

Οι παράγοντες κινδύνου διακρίνονται σε τροποποιήσιμους και μη τροποποιήσιμους, αλλά και σε κύριους και δευτερεύοντες.

Κύριοι παράγοντες κινδύνου της αθηρωσκληρυντικής νόσου μη τροποποιήσιμοι είναι η φυλή, η ηλικία, το φύλο και η κληρονομικότητα. Τροποποιήσιμοι είναι το κάπνισμα, η χοληστερόλη, η αρτηριακή υπέρταση, το άγχος, η παχυσαρκία και η καθιστική ζωή.

Μερικοί ερευνητές εντάσσουν στους παράγοντες κινδύνου και τον σακχαρώδη διαβήτη. Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι ένα ιδιαίτερο μεταβολικό σύνδρομο, που χαρακτηρίζεται από διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης (του σακχάρου).

Οι κύριοι παράγοντες κινδύνου λοιπόν χωρίζονται στους τροποποιήσιμους και στους μη τροποποιήσιμους. Οι μη τροποποιήσιμοι, που περιλαμβάνουν τη φυλή, το φύλο, την ηλικία και την κληρονομικότητα, δεν χρειάζονται ιδιαίτερη ανάλυση. Είναι παράγοντες που δεν μπορούμε να τους επηρεάσουμε. Ένα σύντομο σχόλιο μόνο για την κληρονομικότητα. Οι καρδιοπάθειες δεν είναι κληρονομικές νόσοι, όπως η μεσογειακή αναιμία (στίγμα, όπως είναι γνωστή η νόσος στους πολλούς), η αιμορροφιλία κτλ., που μεταδίδονται ακολουθώντας τους νόμους του Mendel. Αυτό που κληροδοτείται από τους συγγενείς πρώτου βαθμού ­ οριζόντιους (αδελφοί - αδελφές) ή κάθετους (γονείς - παιδιά) ­, εφόσον έχουν εμφανίσει αθηρωματοσκλήρυνση σε ηλικία μικρότερη των 65 ετών, είναι μια ευαισθησία, μια ευπάθεια, κάποια προδιάθεση για ανάπτυξη και εμφάνιση αθηροσκληρυντικής νόσου όταν συνυπάρχουν και άλλοι παράγοντες κινδύνου. Άρα η οικογένεια, το στενό περιβάλλον και το σχολείο θα πρέπει να διαφωτίζουν τα άτομα αυτά για τον αυξημένο κίνδυνο που διατρέχουν.

Οι δευτερεύοντες παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν το ουρικό οξύ, την προσωπικότητα τύπου Α, το ινωδογόνο και μερικούς άλλους παράγοντες, που σχετίζονται με την πήξη του αίματος και τη δημιουργία του θρόμβου, την ομοκυστεΐνη και μια ιδιαίτερη λιποπρωτεΐνη, την λιποπρωτεΐνη a [L(a)]. Μερικοί χαρακτηρίζουν τους τελευταίους αυτούς παράγοντες νεότερους παράγοντες κινδύνου. Για τους στόχους της σημερινής επικοινωνίας είναι αρκετά, θεωρούμε, όσα γράφτηκαν πιο πάνω.

Η σημασία των παραγόντων κινδύνου έγκειται στο γεγονός ότι, όταν ένα άτομο «φέρει» πολλούς παράγοντες κινδύνου, έχει αυξημένες πιθανότητες (βρίσκεται σε υψηλό σχετικό κίνδυνο) να εκδηλώσει τη νόσο. Όταν έχει λιγότερους παράγοντες κινδύνου, η πιθανότητα να εμφανίσει τη νόσο είναι πολύ μικρότερη, ενώ, όταν δεν έχει παράγοντες κινδύνου, μπορεί πρακτικά να θεωρηθεί ότι δεν έχει πιθανότητες να εμφανίσει αθηρωματοσκλήρυνση. Ο σχετικός κίνδυνος εκφράζει το πόσες φορές περισσότερο κινδυνεύει ένα άτομο που φέρει τους συγκεκριμένους παράγοντες (ή παράγοντα) κινδύνου να αναπτύξει και να νοσήσει από αθηρωματική νόσο, σε σύγκριση με ένα εντελώς όμοιο προς αυτό άτομο που διαφέρει μόνο κατά το ότι δεν φέρει τους παράγοντες (ή τον παράγοντα) κινδύνου του πρώτου. Σήμερα με τη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών μπορούμε να κάνουμε «εξομοίωση» των ατόμων και να τα κατατάξουμε σε διάφορες ομάδες για να μελετήσουμε μεμονωμένα κάποιες διαφορές τους. Έτσι μπορούμε με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή να προσδιορίσουμε τον σχετικό κίνδυνο για ανάπτυξη αθηρωματοσκλήρυνσης ενός δικαστή, αγρότη, ιερέα, ελεύθερου επαγγελματία, ενός εργάτη, επί παραδείγματι στο 1,5 αν καπνίζει 10 τσιγάρα ημερησίως, στο 2 αν καπνίζει 20 τσιγάρα ημερησίως ή στο 3 αν καπνίζει πάνω από 20 τσιγάρα ημερησίως. Τους πιο πάνω υπολογισμούς μπορεί η σύγχρονη επιδημιολογία, σε συνεργασία με τη στατιστική και άλλες συναφείς επιστήμες, να τους πραγματοποιήσει σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά και να τους επιβεβαιώσει σε πρακτικό επίπεδο με έμπρακτες παρατηρήσεις και μετρήσεις.

Η δράση των παραγόντων κινδύνου είναι πολλαπλασιαστική και όχι αθροιστική. Ακόμη, οι παράγοντες κινδύνου δεν είναι όλοι τους το ίδιο βλαβεροί. Η βλαπτική τους δράση εξατομικεύεται και είναι διαφορετικής ισχύος στα διάφορα άτομα. Αυτό σημαίνει πως, αν η βλαπτική δράση των πέντε κύριων παραγόντων κινδύνου σε ένα άτομο αποτιμηθεί σε 100 μονάδες, ούτε ο καθένας από τους πέντε παράγοντες κινδύνου θα ευθύνεται για το 1/5 (100/5=20 μονάδες) ούτε και η δράση τους θα είναι παρόμοια σε όλα τα άτομα που θα φέρουν τους παράγοντες. Άρα δεν μπορούμε να προσδιορίζουμε με ακρίβεια ούτε να γνωρίζουμε το ακριβές μέγεθος του κινδύνου που διατρέχει ένα άτομο σε μια δεδομένη στιγμή. Γνωρίζουμε όμως με βεβαιότητα, από έναν μεγάλο αριθμό ερευνητικών εργασιών που έχουν δημοσιευθεί, ότι η ελάττωση ή εξάλειψη των παραγόντων κινδύνου οδηγεί σε μειωμένη νοσηρότητα και/ή θνησιμότητα από τις αθηροσκληρυντικές νόσους, ελαττώνει δηλαδή τον σχετικό κίνδυνο.

Συμπερασματικά, όταν μια αρρώστια είναι αποτέλεσμα της «δράσης» ενός συγκεκριμένου αιτιολογικού παράγοντα (όταν οφείλεται σε ένα μικρόβιο), όπως συμβαίνει με τις διάφορες λοιμώξεις, (μεταδοτικές) νόσους (τύφος, ιλαρά, φυματίωση, ελονοσία κτλ.), ο προσδιορισμός του αιτίου και η ανάπτυξη στη συνέχεια θεραπευτικών και προφυλακτικών μέτρων είναι σχετικά εύκολα. Όταν η αρρώστια ανήκει στις λεγόμενες εκφυλιστικές ή νόσους φθοράς και η αιτιολογία είναι πολυπαραγοντική, τα πράγματα είναι δυσκολότερα. Οι ερευνητές και επιστήμονες πρέπει να στραφούν προς αναζήτηση, ανακάλυψη, ανεύρεση και ανάπτυξη μέτρων και μεθόδων που είτε θα βοηθούν το άτομο εύκολα και ανώδυνα να αλλάζει τον «τρόπο ζωής» του (τις συνήθειές του) είτε θα του επιτρέπουν να ζει και να απολαμβάνει τα όσα του προσφέρει ο ευδαιμονισμός και η καταναλωτική κοινωνία του. Μια κοινωνία που αγωνίστηκε σκληρά να την πετύχει και να τη διαμορφώσει «στα μέτρα του» και όπου θα έχουν ευρεθεί μέσα και τρόποι που θα προλαμβάνουν ή θα εξαλείφουν τις βλαβερές επιδράσεις των κακών αυτών συνηθειών του σύγχρονου ανθρώπου.

Πώς βλέπουμε την πρόληψη στην τρίτη χιλιετία;

Πολύ πριν από την αρχή της πρώτης χιλιετίας οι Έλληνες διαπίστωσαν και διακήρυξαν «το προλαμβάνειν κρείττον του θεραπεύειν». Ο αιώνας που τελειώνει απέδειξε και τεκμηρίωσε τη ρήση αυτή σε πάρα πολλές περιπτώσεις. Πολλές μεταδοτικές αρρώστιες με τη βελτίωση των συνθηκών σίτισης, ένδυσης, κατοικίας και την ευρεία χρήση εμβολίων και αντιβιοτικών έχουν σχεδόν εξ ολοκλήρου εξαλειφθεί. Διάφορες μορφές και κατηγορίες νεοπλασματικών νοσημάτων μπορεί σήμερα καθολικά να προληφθούν και/ή να περιοριστούν σημαντικά με την εφαρμογή προληπτικών μέτρων. Αλλά και τα ατυχήματα ­ οι πνιγμοί, τα εγκαύματα, οι δηλητηριάσεις, τα τροχαία, τα πυρηνικά ατυχήματα και άλλα ανεπιθύμητα συμβάντα ­ έχουν σημαντικά περιοριστεί με την επινόηση και εφαρμογή των κατάλληλων προληπτικών μέτρων.

Τα σχετιζόμενα με τα μεταδοτικά νοσήματα προληπτικά μέτρα και τα αποτελέσματά τους είναι σχετικώς εύκολα γιατί τα μεταδοτικά νοσήματα οφείλονται κατά κανόνα σε ένα συγκεκριμένο αίτιο ­ σε ένα μικρόβιο ­ και με την εξουδετέρωση του μικροβίου με τη χρήση της κατάλληλης φαρμακευτικής ουσίας ή τον εμβολιασμό του ατόμου, καθώς και με την εξάλειψη των βοηθητικών, διευκολυντικών και εκλυτικών παραγόντων οδηγούμαστε σε σημαντική ελάττωση της συχνότητας και/ή στην πλήρη καταστολή της νόσου που προκαλείται από τον μικροβιακό αυτό παράγοντα.

Δυσκολίες υπάρχουν με τις «νεότερες» παθήσεις του σύγχρονου ανθρώπου, τις λεγόμενες εκφυλιστικές νόσους, όπως είναι οι καρδιοπάθειες, οι διάφοροι καρκίνοι, η αρτηριακή υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης, τα ρευματοαρθριτικά νοσήματα κ.ά. Εδώ η αιτιολογία είναι σύνθετη. Είναι πολυπαραγοντική. Οι παράγοντες κινδύνου ­ κύριοι και δευτερεύοντες (και πιο επουσιώδεις, τριτεύοντες) ­ είναι πολλοί και συνδέονται πολύ στενά με τον τρόπο ζωής (το lifestyle) του ατόμου. Δηλαδή, για να προλάβει τη νόσηση (να την αποφύγει τελείως ή να τη μεταθέσει χρονικά), το άτομο πρέπει να «θυσιάσει» κάποιες από τις σύγχρονες «απολαύσεις»: τσιγάρο, ποτό, νόστιμο (πλούσιο σε λίπη) φαγητό, καθιστική ζωή, ξενύχτι. Και ποια θα είναι η ανταπόδοση; Άμεση ωφέλεια δεν διαφαίνεται καμία. Υποσχέσεις δίνονται από τους «προληπτικολόγους» για ενδεχόμενη καλύτερη τύχη και από πλευράς νόσησης (στηθάγχη, έμφραγμα, καρκίνος, αρρυθμία, σάκχαρο κτλ.) και από πλευράς πρώιμου (στα 40-50 χρόνια) θανάτου.

Να τονίσουμε ότι πολλές από τις εκφυλιστικές αρρώστιες ξεκινούν στην παιδική και εφηβική ηλικία και άρα τότε χρειάζεται να εφαρμοστούν τα προληπτικά μέτρα. Μα ο νέος άνθρωπος των 15, 17 ή 20 ετών θεωρεί ότι απέχει χρονικά πάρα πολύ από τη νόσηση και από τον απειλούμενο να προκληθεί από τις παθήσεις αυτές θάνατο, ώστε δεν ενδιαφέρεται ούτε να ακούσει ούτε να ασχοληθεί με τα προληπτικά μας μέτρα. Δεν βλέπει κάποιο άμεσο κέρδος. Ότι τα προληπτικά μέτρα είναι αποδοτικά τόσο για πρωτογενή όσο και για δευτερογενή πρόληψη έχει αποδειχθεί χωρίς καμία σήμερα αμφισβήτηση. Η «αδυναμία» εφαρμογής αυτών των αποδοτικών προληπτικών μέτρων πρέπει να ξεπεραστεί.

Είναι, υποθέτουμε, σαφές ότι δεν αναφερόμαστε μόνο στις καρδιαγγειακές παθήσεις. Όλες οι εκφυλιστικές παθήσεις (νεοπλάσματα, σακχαρώδης διαβήτης, ρευματοαρθριτικά νοσήματα, καταρράκτης κτλ.) μπορούν σε κάποιον βαθμό και σε κάποιο μέτρο να προληφθούν. Αυτό είναι γνωστό και στους φροντιστές της υγείας, αλλά και στον μέσο πολίτη. Η δυσκολία δεν έγκειται στο να πειστούν οι άνθρωποι ότι τα προληπτικά μέτρα ωφελούν. Οι δυσκολίες προκύπτουν και εμφανίζονται κατά τη στιγμή της εφαρμογής τους. Εξ ου και το γνωστό: «Εσύ, γιατρέ... γιατί δεν το έκοψες;».

Προβλέπω λοιπόν, εύχομαι και ελπίζω ότι στο μέλλον θα βρεθούν τρόποι και μέσα που ή θα καταστήσουν αυτές τις απολαύσεις - παράγοντες κινδύνου αβλαβείς ή θα προκαλούν μια εσωτερική αποστροφή του ατόμου προς αυτές. Αν πράγματι επιτευχθεί κάτι παρόμοιο, «και η πίτα θα μείνει ακέραιη και ο σκύλος χορτάτος».