Αποθεραπεία των ασθενών με οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου
Και μετά την εντατική μονάδα
Εάν η κατάσταση του ασθενή σταθεροποιηθεί εξέρχεται την 3-4η ημέρα στο κοινό θάλαμο νοσηλείας που παραμένει για 3-4 ημέρες ακόμη. Εξέρχεται από το νοσοκομείο την 7-10η ημέρα από την εισαγωγή του αφού υποβληθεί σε πρώιμη δοκιμασία κόπωσης για να ελεγχθεί εάν ανήκει σε κατηγόρια υψηλού ή χαμηλού κινδύνου.
Εάν η δοκιμασία είναι αρνητική (χαμηλού κίνδυνου) εξέρχεται ακολουθώντας φαρμακευτική αγωγή.
Εάν η δοκιμασία είναι θετική (υψηλού κινδύνου) γίνεται στεφανιογραφία με σκοπό την αγγειοπλαστική (μπαλονάκι) ή την εγχείρηση για την διάνοιξη της υπεύθυνης αρτηρίας.
Και μετά το έμφραγμα;
Συνέχιση της ασπιρίνης και των άλλων φαρμάκων ιδιαίτερα του β-αναστολέα.
Τροποποίηση των παραγόντων κινδύνου: Διακοπή καπνίσματος, ρύθμιση της χοληστερίνης και του σακχάρου, χάσιμο βάρους, λιγότερο άγχος.
Άσκηση ανάλογα με τα αποτελέσματα της δοκιμασίας κόπωσης.
Μετά ένα μήνα από το έμφραγμα, θα γίνει πλήρης δοκιμασία κόπωσης και ξαναεκτίμηση της κατάστασης του αρρώστου.
Επιτρέπεται να ασκείται ο εμφραγματίας;
Ένα καλό είδος άσκησης είναι το βάδισμα με κανονικό ζωηρό βήμα, χωρίς διακοπή, υπό κανονικές συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας. Συνιστάται προοδευτική αύξηση της διάρκειας και της ταχύτητας του βαδίσματος, έτσι ώστε αρχίζοντας από 500 μέτρα σε 5-10 λεπτά τις πρώτες μέρες, να φθάσει ο εμφραγματίας να περπατά τουλάχιστον 4-5 χιλιόμετρα σε μία ώρα, ύστερα από 2-3 μήνες. Πρέπει να τονιστεί ότι δεν ισχύουν τα ίδια για όλους τους εμφραγματίες, αλλά η όλη αποκατάσταση θα γίνεται υπό στενή καρδιολογική παρακολούθηση. Εάν στις καθημερινές του δραστηριότητες και στο βάδισμα δεν υπάρχουν ενοχλήματα τύπου στηθάγχης τότε θα μπορεί να έχει φυσιολογική σεξουαλική ζωή.
Πότε θα γυρίσει ο εμφραγματίας στην εργασία του;
Η στεφανιαία νόσος αποτελεί την πρώτη αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας στις ανεπτυγμένες χώρες, αλλά και μία πολύ σοβαρή αιτία συνταξιοδότησης και ανεργίας. Από επιδημιολογικές μελέτες φαίνεται ότι τα 2/3 των ασθενών με οξύ έμφραγμα είναι ηλικίας κάτω από 65 ετών και μόνο περίπου το 50% αυτών επιστρέφουν στην εργασία τους, ενώ από το υπόλοιπο 50%, το μεγαλύτερο ποσοστό, θα μπορούσε να επιστρέψει αν είχε εκτιμηθεί και επαναδραστηριοποιηθεί κατάλληλα.Το ποσοστό επιστροφής στην εργασία μετά από έμφραγμα κυμαίνεται από 40% μέχρι 90% σε διάφορες μελέτες.
Η επαγγελματική επαναδραστηριοποίηση εξαρτάται από πολλούς παράγοντες:
-
Ιατρικοί παράγοντες: Βαρύτητα της νόσου, επιπλοκές, πιθανότητα νέων επεισοδίων κ.α.
-
Ψυχολογικοί παράγοντες: Υποκειμενικά ενοχλήματα, αίσθηση ανικανότητας, άγχος και κατάθλιψη, συναισθηματική αστάθεια, υπερπροστασία εκ μέρους της οικογένειας
-
Κοινωνικοί παράγοντες: Κοινωνικό, μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο.
-
Οικογενειακή κατάσταση και αντιδράσεις του άμεσου κυρίως, αλλά και του ευρύτερου οικογενειακού περιβάλλοντος (φόβος, υπερπροστασία, αλλαγή συμπεριφοράς)
-
Εργασιακή κατάσταση και σχέση (εργοδότης ή υπάλληλος)
-
Αντιδράσεις εργοδότη (φόβος, ευθύνες)
-
Χρόνος αποχής από την εργασία
-
Ιατρικές οδηγίες
Συνήθως το πρώτο μήνα ο ασθενής παραμένει εκτός εργασίας. Εν συνεχεία γίνεται επανεκτίμηση και προτείνεται μια πλήρης δοκιμασία κόπωσης, με την οποία εκτιμάται η ικανότητα για κόπωση του ασθενούς και λαμβάνεται απόφαση αν θα επιστρέψει στην εργασία του.
Ο στηθαγχικός πόνος |
Στην αρχή του προηγούμενου αιώνα, ο Colbeck πρότεινε ότι ο ισχαιμικός καρδιακός πόνος (στηθάγχη) μπορεί να σχετίζεται με διάταση του κοιλιακού τοιχώματος (μηχανική θεωρία). Τρεις δεκαετίες αργότερα, ο Lewis υπε'θεσε ότι ο ισχαιμικός πόνος μπορεί να οφείλεται σε ενδομυοκαρδιακή έκλυση ουσιών που προκαλούν πόνο και που επάγονται από την ισχαιμία (χημική θεωρία). Μελέτες που διεξήχθησαν τα τελευταία 10 χρόνια υποστήριξαν εντονα τη χημική υπόθεση, καθώς κατέδειξαν επανειλημμένα ότι η αδενοσίνη είναι ένας μεσολαβητής του ισχαιμικού καρδιακού πόνου. Ο ισχαιμικός καρδιακός πόνος που οφείλεται στην αδενοσίνη προκαλείται κυρίως από διέγερση των Α1 υποδοχέων που εντοπίζονται στις καρδιακές νευρικές απολήξεις. Αντίθετα, το εύρος και ο ρυθμός της διάτασης της αριστερής κοιλίας κατά την ισχαιμία δεν προβλέπουν τη βαρύτητα της στηθάγχης. Είναι, ωστόσο, αξιοσημείωτο ότι η επιμήκυνση των επικαρδιακών στεφανιαίων αρτηριών φαίνεται να ενισχύει τη βαρύτητα της στηθάγχης που προκαλείται από την μυοκαρδιακή ισχαιμία. Η νευρική δραστηριότητα που προκαλείται από την ισχαιμία του μυοκαρδίου μετατρέπεται στα ενδογενή καρδιακά, μεσοθωράκια και θωρακικά γάγγλια. Στη συνέχεια, μεταφέρεται στο κεντρικό νευρικό σύστημα και προβάλλεται αμφίπλευρα στο φλοιό, όπου αποκωδικοποιείται ως οδυνηρό αίσθημα. |