Θεραπεία του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου

Αν ο θάνατος δεν επέλθει τις πρώτες ώρες ξαφνικά από αρρυθμία ή οξύ πνευμονικό οίδημα, υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος μιας μοιραίας εκβάσεως στο αμέσως προσεχές διάστημα. Πιο συχνά όμως το έμφραγμα τείνει να επουλωθεί.

Προνοσοκομειακή θεραπεία

Η πιθανότητα θανάτου από έμφραγμα είναι ανάλογη της «ηλικίας» του ασθενούς. Το ήμισυ των θανάτων επέρχεται κατά την πρώτη ώρα, εξ ου και απαιτείται άμεση επίκληση βοήθειας, οργανωμένη μεταφορά και άμεση έναρξη θεραπευτικών ενεργειών στο νοσοκομείο.

Ασθενείς με προϊστορία ή προδιάθεση οφείλουν να έχουν σε πρώτη ζήτηση ένα προγενέστερο ηλεκτροκαρδιογράφημα, να μην αναζητήσουν με την έναρξη του πόνου τον γιατρό τους αλλά το ασθενοφόρο και να λάβουν ένα υπογλώσσιο δισκίο νιτρογλυκερίνης.

Το προσωπικό του ασθενοφόρου οφείλει να είναι εξοικειωμένο στην ηλεκτρική απινίδωση. Δυνατότητα άμεσης απινίδωσης εξασφαλίζει γενικώς άριστη πρόγνωση.

Η εφαρμογή θρομβολυτικής θεραπείας το ταχύτερο δυνατόν βελτιώνει την προοπτική επιβίωσης κατά 15-20%, ιδίως εκεί όπου η μεταφορά καθυστερεί.

 

Ο άρρωστος πρέπει να μεταφερθεί γρήγορα σε νοσοκομείο, όπου εισάγεται σε μονάδα εμφραγμάτων όπου τίθεται για λίγες μέρες σε ανάπαυση. Γίνεται συνεχής παρακολούθηση του ηλεκτροκαρδιογραφήματος και της αρτηριακής πιέσεως.

Νοσοκομειακή θεραπεία

Αντιμετώπιση του πόνου

Μορφίνη: Χορηγείται ως παυσίπονο αν η συστολική πίεση είναι μεγαλύτερη από 100 mmHg και δεν υπάρχει βραδυκαρδία με αριθμό σφύξεων μικρότερο από 50/λεπτό. Οι παρενέργειες που αναμένονται από την μορφίνη είναι η υπόταση και οι εμετοί.

Πεθιδίνη: Είναι χρήσιμη αν ο πόνος συνοδεύεται και από βραδυκαρδία διότι η πεθιδίνη αυξάνει την καρδιακή συχνότητα.

Αντιθρομβωτική θεραπεία

  • Αντιαιμοπεταλιακή θεραπεία: Χορηγείται συνδυασμός ασπιρίνης και κλοπιδογρέλης σε δόση 100 και 75 mg αντίστοιχα.

  • Ηπαρίνη: Βάσει των τελευταίων μελετών χορηγούνται μικρού μοριακού βάρους ηπαρίνες υποδόρια που φαίνεται τουλάχιστον να μειώνουν τις επιπλοκές της ενδοφλέβιας ηπαρίνης.

Αποκατάσταση της στεφανιαίας ροής και άρδευση του μυοκαρδίου

Έχει γίνει πλέον δεκτό όπως έχουμε αναφέρει ότι το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου  είναι το αποτέλεσμα της δημιουργίας θρόμβου πάνω σε αθηρωματική πλάκα ενός στεφανιαίου αγγείου, η οποία έχει υποστεί ρήξη ή διάβρωση.

Στην αρχική φάση η ισχαιμία του μυοκαρδίου είναι αναστρέψιμη, δηλαδή με την αποκατάσταση της αιμάτωσης η ισχαιμία παρέρχεται. Ανεπανόρθωτη νέκρωση αρχίζει στο υπενδοκάρδιο της αριστερής κοιλίας σε 20 λεπτά και προχωρεί σταδιακά προς το επικάρδιο. Η νέκρωση συνήθως ολοκληρώνεται μέσα σε 2-4 ώρες, ανάλογα με το βαθμό της ισχαιμίας, αλλά μπορεί να προχωρήσει βραδέως σε ασθενείς με υφολική στεφανιαία στένωση ή όταν προϋπάρχει παράπλευρη κυκλοφορία στην περιοχή της ισχαιμικής ζώνης. Ο μόνος τρόπος αναστολής της προϊούσας νέκρωσης είναι η επαναιμάτωση πριν από την ολοκλήρωση της νέκρωσης. Έτσι ένα τμήμα του μυοκαρδίου που κινδυνεύει μπορεί να σωθεί.

Έτσι πρωταρχικός στόχος στην αντιμετώπιση του εμφράγματος είναι η ταχεία, και εάν είναι δυνατόν η πλήρης αποκατάσταση της βατότητας του υπεύθυνου για το έμφραγμα αγγείου, με αποτέλεσμα τη μείωση του μεγέθους του εμφράγματος, βελτίωση της λειτουργικότητας της αριστεράς κοιλίας και μείωση της θνητότητας.

Οξεία επαναιμάτωση μπορεί να επιτευχθεί είτε φαρμακολογικά με ενδοφλέβια χορήγηση θρομβολυτική αγωγής είτε μηχανικά με τη λεγόμενη πρωτογενή αγγειοπλαστική.

Θρομβολυτική αγωγή

Στην κλινική πράξη η θρομβόλυση γίνεται, με την ενδοφλέβια χρησιμοποίηση ινωδολυτικών παραγόντων, αποτελεί δε τη ταχύτερη και τη λιγότερο δαπανηρή μέθοδο αποκατάστασης της επαναιμάτωσης κατά τη διάρκεια του οξέος έμφράγματος του μυοκαρδίου.

Τα θρομβολυτικά φάρμακα χρησιμοποιούνται για να διαλύσουν πρόσφατα σχηματισμένους θρόμβους, ενεργοποιώντας το πλασμινογόνο για να σχηματισθεί πλασμίνη, η οποία αποικοδoμεί το ινώδες και διαλύει τους θρόμβους. Οι κίνδυνοι αιμορραγίας και άλλων ανεπιθύμητων ενεργειών είναι σοβαροί και γι' αυτό τα φάρμακα αυτά πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο όσον υπάρχει επαρκής πείρα και συνήθως μέσα σε νοσοκομείο.

Από μεγάλες μελέτες έχει δειχθεί ότι τα θρομβολυτικά φάρμακα ελαττώνουν τη θνητότητα στο οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου όταν δίνονται ενδοφλεβίως τις πρώτες 6-12 ώρες από την έναρξη των συμπτωμάτων.

Τα θρομβολυτικά φάρμακα ενδείκνυνται σε όλους τους ασθενείς με οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, εκτός αν υπάρχουν ειδικοί λόγοι για τους οποίους αντενδείκνυται η χορήγησή τους. Η μεγάλη ηλικία από μόνη της δεν αποτελεί αντένδειξη χορήγησης των θρομβολυτικών φαρμάκων.

Η στρεπτοκινάση και οι ενεργοποιητές του ιστικού πλασμινογόνου αλτεπλάση και τενεκτεπλάση αποτελούν τις συνηθέστερες ινωδολυτικές ουσίες που χρησιμοποιούνται σήμερα. Οι ενεργοποιητές του ιστικού πλασμινογόνου δεν προκαλούν αλλεργικές αντιδράσεις πού μπορούν να συνοδεύουν τη χορήγηση της στρεπτοκινάσης. Στο οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου όλα τα θρομβολυτικά πρέπει να χορηγούνται σε χώρους που διαθέτουν τα μέσα για την αντιμετώπιση βαριών αρρυθμιών πού ενδέχεται να εμφανισθούν με την επαναιμάτωση του μυοκαρδίου. Εκτός από τις συγκεκριμένες διαφορές που αναφέρθηκαν μεταξύ της στρεπτοκινάσης και των άλλων δύο, στις συνηθισμένες περιπτώσεις δεν έχει επιβεβαιωθεί αξιόλογη υπεροχή των πολύ πιο δαπανηρών αυτών ουσιών έναντι της στρεπτοκινάσης ούτε ως προς τη δραστικότητα ούτε ως προς τις ανεπιθύμητες ενέργειες.

Η θρομβόλυση πρέπει να γίνετε όσο το δυνατόν ταχύτερα μετά την εισβολή του πόνου για να είναι αποτελεσματική. Το κρίσιμο χρονικό διάστημα που πρέπει να δοθεί είναι οι 6-12 πρώτες ώρες.

Τα θρομβολυτικά φάρμακα είναι:

Στρεπτοκινάση:

Εάν έχει γίνει προηγούμενη θρομβόλυση τούς τελευταίους 12 μήνες με στρεπτοκινάση τότε πιθανά να μη δράσει εξαιτίας παραμονής αντισωμάτων.

Αλτεπλάση: Ενδέχεται μετά τη θρομβόλυση να παρουσιαστούν αρρυθμίες επαναιμάτωσης εξαιτίας απελευθέρωσης τοξικών ριζών από την νεκρωτική περιοχή, αλλά το συνολικό όφελος από τη θρομβόλυση στατιστικά υπερτερεί.

Τενεκτεπλάση:

Είναι το πρώτο θρομβολυτικό που μπορεί να δοθεί εντός δευτερολέπτων σε μια ενιαία εφ' άπαξ δόση, προσφέροντας πρωτοφανή ταχύτητα και αξιοπιστία στη θεραπεία οξέος εμφράγματος.

Αντενδείξεις θρομβόλυσης: Μη ελεγχόμενη υπέρταση, ιστορικό αιμορραγικού εγκεφαλικού επεισοδίου, ενεργό πεπτικό έλκος, ηπατοπάθεια, νευροχειρουργική επέμβαση ή οσφυονωτιαία παρακέντηση το τελευταίο δίμηνο, κάκωση ή επέμβαση χειρουργική το τελευταίο 10ήμερο, ενδοκρανιακό νεόπλασμα ή ανεύρυσμα.

Πρωτογενής αγγειοπλαστική

Η άλλη μέθοδος είναι της μηχανικής διάνοιξης του αγγείου με τη μορφή επείγουσας πρωτογενούς αγγειοπλαστικής. Σ’ αυτή τη μέθοδο, διενεργείται μια γρήγορη στεφανιογραφία με τη χρήση τοπικού αναισθητικού, όπου πραγματοποιείται προώθηση κάποιων λεπτών πλαστικών σωλήνων από το μηρό του ασθενούς, διαμέσου της μηριαίας αρτηρίας εντός του στομίου των δύο στεφανιαίων αρτηριών. Διαπιστώνεται πού βρίσκεται το πρόβλημα της οξείας απόφραξης και την ίδια στιγμή πραγματοποιείται διάνοιξη με τη χρήση ενός μπαλονιού και την τοποθέτηση κάποιων εσωτερικών μεταλλικών πλεγμάτων, των λεγόμενων stent. Το πλεονέκτημα αυτής της μεθόδου είναι ότι δεν απαιτεί τη χρήση ισχυρών θρομβολυτικών φαρμάκων και άρα μειώνεται ο κίνδυνος της αιμορραγίας, ενώ εξασφαλίζεται αφενός η πλήρης διάνοιξη του αγγείου σε πολύ μεγάλο ποσοστό, αλλά και ελαττώνονται οι πιθανότητες επανέμφραξης του αγγείου, αφού αντιμετωπίζεται και η υποκείμενη στένωση της αρτηρίας.

Ποια από τις δύο μεθόδους είναι πιο αποτελεσματική;

Η πραγματοποίηση επείγουσας αγγειοπλαστικής υπερτερεί της χορήγησης θρομβολυτικού φαρμάκου. Η υπεροχή αυτή μεταφράζεται και σε μέιωση των θανάτων, αλλά και σε μείωση της εκτάσεως του εμφραγματικού μυοκαρδίου, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα την καλύτερη υπολειπόμενη λειτουργία του μυοκαρδίου στους ασθενείς που υποβλήθηκαν σε αγγειοπλαστική.

Φάρμακα στο νοσοκομείο

Εκτός από την ασπιρίνη και κλοπιδογρέλη χορηγούνται επίσης

Nιτρώδη: Η νιτρογλυκερίνη ασκεί θεραπευτική δράση μέσω μειώσεως του προφορτίου και του μεταφορτίου αλλά και μέσω διαστολής των στεφανιαίων. Η άριστη ένδειξή της είναι ευμεγέθη εμφράγματα με υποσυστολή αλλά χωρίς υπόταση. Χορηγείται αρχικά ενδοφλεβίως δύο 24ωρα περίπου και κατόπιν από του στόματος ή του δέρματος.

Εκείνο που χρειάζεται παρακολούθηση είναι η συστολική πίεση διότι μετά τη χορήγηση των νιτρωδών είναι πιθανό να μειωθεί. Αν γίνει μικρότερη από 100 mmHg τότε εύκολα μπορεί να αντιμετωπιστεί με την απλή ανύψωση των ποδιών του ασθενή και με την ελάττωση της δόσης.

Αν ο άρρωστος έχει αρκετά υψηλή αρτηριακή πίεση και οξεία καρδιακή κάμψη τότε οπωσδήποτε πρέπει να του δοθούν νιτρώδη.

Β-αδρενεργικοί αναστολείς: Τα φάρμακα αυτά εξοικονομούν οξυγόνο χάρη στη μείωση της καρδιακής συχνότητας, της αρτηριακής πίεσης και της συστολικής δύναμης που επιφέρουν. Χορηγούνται όσο το δυνατόν ταχύτερα ενδοφλεβίως και κατόπιν μακροπροθέσμως δια του στόματος εφόσον δεν υπάρξουν επιπλοκές ή αντενδείξεις. Αξιόπιστες μελέτες απέδειξαν την αγαθή επίδραση επί της επιβίωσης των εμφραγματιών.

Αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης: Έχουν ευνοϊκή επίδραση επί του προφορτίου αλλά και του μεταφορτίου και ενδείκνυνται και για μακρά χορήγηση εκεί όπου υπάρχουν ανωμαλίες της μηχανικής της αριστεράς κοιλίας, προηγούμενα εμφράγματα, δυσκινησία τοιχώματος ή χαμηλή παροχή. Σύμφωνα με πρόσφατα δεδομένα ωφελούν και αυξάνουν την επιβίωση, έτσι μπορούν να χορηγούνται από την πρώτη ημέρα του εμφράγματος εφόσον φυσικά η συστολική πίεση είναι μεγαλύτερη από 100 mmHg. Οι δόσεις πρέπει να είναι λίγο μικρότερες από αυτές που δίνονται σε υπέρταση.

Ανταγωνιστές ασβεστίου: Εξ αυτών προτιμητέα η βεραπαμίλη ή η διλτιαζέμη, και μόνο στις περιπτώσεις που υπάρχει αντένδειξη στη χορήγηση των β-αναστολέων.

Και μετά την έξοδο από την εντατική;

Εάν η κατάσταση του ασθενή σταθεροποιηθεί εξέρχεται την 3-4η ημέρα στο κοινό θάλαμο νοσηλείας που παραμένει για 3-4 ημέρες ακόμη. Γενικά, εξέρχεται από το νοσοκομείο την 7-10η ημέρα από την εισαγωγή του αφού υποβληθεί σε πρώιμη δοκιμασία κόπωσης για να ελεγχθεί εάν ανήκει σε κατηγόρια υψηλού ή χαμηλού κινδύνου.

Εάν η δοκιμασία είναι αρνητική (χαμηλού κίνδυνου) εξέρχεται ακολουθώντας φαρμακευτική αγωγή.

Εάν η δοκιμασία είναι θετική (υψηλού κινδύνου) γίνεται στεφανιογραφία με σκοπό την αγγειοπλαστική (μπαλονάκι) ή την εγχείρηση για την διάνοιξη της υπεύθυνης αρτηρίας.

Δοθέντος ότι η υψηλότερη μετεμφραγματική θνητότητα, περί το 7-10% ετησίως, παρατηρείται κατά το πρώτο έτος μετά το έμφραγμα του μυοκαρδίου, η αξιολόγηση του ασθενούς μετά το έμφραγμα αποκτά ιδιαίτερη αυξημένη σημασία.

Τρείς είναι οι παράγοντες που καθορίζουν τη μακροχρόνια πορεία των αρρώστων:

  • H υπολειπομένη ισχαιμία

  • H μετά το έμφραγμα καρδιακή λειτουργία

  • H πιθανότητα αιφνιδίου καρδιακού θανάτου.

Η υπολειπόμενη ισχαιμία μπορεί να καθοριστεί από τις διάφορες δοκιμασίες φόρτισης (κόπωσης). Αν με τις δοκιμασίες αυτές βρεθεί υπολειπομένη ισχαιμία, είναι λογικό ο ασθενής να υποβάλλεται σε στεφανιογραφία και εάν βρεθεί σημαντική στένωση να διενεργείται επαναγγείωση, είτε με αγγειοπλαστική/stent, είτε με χειρουργική επέμβαση. Δεν έχει επικρατήσει η άποψη ότι όλοι αδιακρίτως οι άρρωστοι πρέπει να υποβάλλονται σε στεφανιογραφία μετά το έμφραγμα μυοκαρδίου. Η μετεμφραγματική στηθάγχη ή ισχαιμία κατά την πρώτη μετεμφραγματική περίοδο χρήζει περαιτέρω διερεύνησης με στεφανιογραφία.

Η ύπαρξη δύσπνοιας προσπάθειας, νυκτερινής δύσπνοιας ή προσβολών από πνευμονικό οίδημα, υποδηλώνει σημαντική καταστροφή μυοκαρδίου από το έμφραγμα. Όταν η δυσλειτουργία δεν είναι κλινικά εμφανής, το ηχοκαρδιογράφημα μπορεί να προσφέρει σημαντική βοήθεια. Τιμή κλάσματος εξώθησης < 35-40% καθορίζει αυξημένο μετεμφραγματικό κίνδυνο. Στους αρρώστους αυτούς είναι απαραίτητη η διερεύνηση της ύπαρξης βιωσιμότητος του μυοκαρδίου. Ο καθορισμός της βιωσιμότητος επιτυγχάνεται με σπινθηρογράφημα ή με ηχοκαρδιογράφημα.

Οι κοιλιακές αρρυθμίες είναι σημαντικός παράγοντας νοσηρότητας και θνητότητας μετά από έμφραγμα μυοκαρδίου. Η εμφάνιση αρρυθμιών κατά τη δοκιμασία κόπωσης και κατά στην 24ωρη καταγραφή του ηλεκτροκαρδιογραφήματος με τη τεχνική κατά Holter έχει επίσης σημαντική αξία.

Επί αμφιβολίας, καθοριστική είναι η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη με σκοπό την πρόκληση κοιλιακών αρρυθμιών. Η τοποθέτηση εμφυτεύσιμου απινιδωτή, όταν διαπιστωθεί αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης κοιλιακής μαρμαρυγής, έχει βρεθεί ότι αυξάνει την επιβίωση σε ασθενείς με κλάσμα εξώθησης < 35%.

Και μετά το έμφραγμα;

Λήψη φαρμάκων στο σπίτι

Κατά την πρώτη εβδομάδα στο νοσοκομείο θα σας χορηγηθεί μία σειρά φαρμάκων, ορισμένα εκ των οποίων αντιμετωπίζουν τις επιπλοκές και άλλα μειώνουν τον κίνδυνο αναπτύξεως περαιτέρω προβλημάτων τις επόμενες εβδομάδες και μήνες. Υπάρχει, πλέον, ευρύ φάσμα φαρμάκων που μπορούν να χορηγηθούν σε ασθενείς με έμφραγμα ως φαρμακευτική αγωγή για το σπίτι - ο γιατρός θα αποφασίσει ποιο απ' όλα θα ωφελήσει εσάς περισσότερο. Μην εκπλαγείτε, αν γνωρίζετε κάποιον άλλον ασθενή ο οποίος ακολουθεί διαφορετική αγωγή, διότι τα φάρμακα πρέπει να ταιριάζουν στις ανάγκες κάθε ασθενούς ξεχωριστά.

  • Είναι το πιο συχνά χορηγούμενο φάρμακο, αλλά μερικοί άνθρωποι δεν μπορούν να την πάρουν, συνήθως διότι αντιμετωπίζουν προβλήματα με το στομάχι τους. O κύριος στόχος της είναι να μειώσει τη συγκόλληση των αιμοπεταλίων - των κυττάρων του αίματος που ενώνονται μεταξύ τους για να δημιουργηθούν οι θρόμβοι. Χορηγείται έφορου ζωής.

  • Κλοπιδογρέλη: Χορηγείται κατά τη διάρκεια της νοσηλείας και για διάστημα ενός έτους.

  • Βήτα-αναστολείς: Τα φάρμακα αυτά εμποδίζουν τη δράση της αδρεναλίνης σε συγκεκριμένους υποδοχείς των κυττάρων της καρδιάς και των αιμοφόρων αγγείων. Με αυτόν τον τρόπο μειώνουν τον κίνδυνο αναπτύξεως νέου εμφράγματος και έτσι ελαττώνουν τη θνησιμότητα. Η χορήγησή τους είναι πλέον ρουτίνα σε ασθενείς που έχουν πάθει έμφραγμα, αλλά ορισμένοι ασθενείς δεν μπορούν να τα λάβουν διότι, λ.χ., έχουν άσθμα, βρογχίτιδα ή καρδιακή ανεπάρκεια.

  • Αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης (αΜΕΑ): Τα φάρμακα αυτά υπήρξαν σημαντική εξέλιξη στη θεραπεία των καρδιολογικών προβλημάτων. Oι αΜΕΑ μειώνουν την ποσότητα της αγγειοτασίνης που κυκλοφορεί στο αίμα. Η αγγειοτασίνη βοηθάει τα αιμοφόρα αγγεία να συστέλλονται και κάνει το σώμα να κατακρατά περισσότερο αλάτι και νερό απ' όσο είναι φυσιολογικό. Οι αΜΕΑ μειώνουν τα επίπεδα της αγγειοτασίνης και έχουν ελαττώσει τον αριθμό των ανθρώπων που αναπτύσσουν έμφραγμα και καρδιακή ανεπάρκεια.

  • Στατίνες: Πρόκειται για ισχυρά, νέα φάρμακα, τα οποία μειώνουν τα επίπεδα χοληστερόλης. Δρουν ελαττώνοντας την ποσότητα της χοληστερόλης που παράγει το σώμα (κυρίως το ήπαρ) και συμβάλλουν στην πρόληψη της περαιτέρω στενώσεως των στεφανιαίων αρτηριών.

  • Νιτρώδη (Υπογλώσσια): Είναι ένα από τα πιο σημαντικά φάρμακα που θα λάβετε στο σπίτι, είτε σε μορφή σπρέι είτε σε μορφή υπογλώσσιου δισκίου. Το φάρμακο αυτό χρησιμοποιείται εάν αναπτύξετε περαιτέρω πόνο στο στήθος, έπειτα από την έξοδό σας από το νοσοκομείο.

Τροποποίηση των παραγόντων κινδύνου

Διακοπή καπνίσματος, ρύθμιση της χοληστερίνης και του σακχάρου, χάσιμο βάρους, λιγότερο άγχος.

Άσκηση ανάλογα με τα αποτελέσματα της δοκιμασίας κόπωσης.

Μετά ένα μήνα από το έμφραγμα, θα γίνει πλήρης δοκιμασία κόπωσης και ξαναεκτίμηση της κατάστασης του αρρώστου.

Επιτρέπεται να ασκείται ο εμφραγματίας;

Ένα καλό είδος άσκησης είναι το βάδισμα με κανονικό ζωηρό βήμα, χωρίς διακοπή, υπό κανονικές συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας. Συνιστάται προοδευτική αύξηση της διάρκειας και της ταχύτητας του βαδίσματος, έτσι ώστε αρχίζοντας από 500 μέτρα σε 5-10 λεπτά τις πρώτες μέρες, να φθάσει ο εμφραγματίας να περπατά τουλάχιστον 4-5 χιλιόμετρα σε μία ώρα, ύστερα από 2-3 μήνες. Πρέπει να τονιστεί ότι δεν ισχύουν τα ίδια για όλους τους εμφραγματίες, αλλά η όλη αποκατάσταση θα γίνεται υπό στενή καρδιολογική παρακολούθηση. Εάν στις καθημερινές του δραστηριότητες και στο βάδισμα δεν υπάρχουν ενοχλήματα τύπου στηθάγχης τότε θα μπορεί να έχει φυσιολογική σεξουαλική ζωή.

Πότε θα γυρίσει ο εμφραγματίας στην εργασία του;

Μετά ένα μήνα από το έμφραγμα, όπως έχουμε αναφέρει θα γίνει πλήρης δοκιμασία κόπωσης, με την οποία εκτιμάται η ικανότητα για κόπωση του ασθενούς και λαμβάνεται απόφαση αν θα επιστρέψει στην εργασία του. Παράλληλα θα ληφθούν υπ’ όψιν διάφοροι άλλοι παράγοντες όπως ψυχολογικοί, κοινωνικοί, οικονομικοί, το είδος της εργασίας κ.λ.π.

Μεγάλες πολυκεντρικές μελέτες απέδειξαν ότι η ενδοφλέβια χορήγηση της θρομβόλυσης αποκαθιστά τη βατότητα στο 80% της υπεύθυνης για το έμφραγμα αρτηρίας, διατηρεί τη λειτουργικότητα της αριστεράς κοιλίας και βελτιώνει την επιβίωση.

Αυτές οι αρχικές παρατηρήσεις τελειοποιήθηκαν με την κατάλληλη δόση και επιπρόσθετα βοηθούμενη από τα αντιπηκτικά και τα αντιαιμοπεταλικά και από την καλύτερη εκπαίδευση του ιατρικού και του νοσηλευτικού προσωπικού.

Παρ' όλα αυτά, η χρήση των θρομβολυτικών στο οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου παραμένει ένα μείζον θέμα σχετικά με την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα, ενώ η βατότητα του υπεύθυνου για το έμφραγμα αγγείου είναι 80%, ομαλοποίηση της αιματικής ροής συμβαίνει μόνο στο 50-60% των ασθενών.

Επίσης, θανατηφόρες αιμορραγίες συμβαίνουν περίπου στο 1%. Επιπρόσθετα, περίπου 30% των ασθενών με οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου δεν είναι υποψήφιοι για θρομβόλυση και παρά την προσεκτική επιλογή συμβαίνει περίπου αιμορραγία στο 5-6% των ασθενών.