Υπερτασική κρίση
Εκτός από την αρτηριακή υπέρταση (ΑΠ), ως χρόνιο πρόβλημα συχνά αντιμετωπίζεται και η υπερτασική κρίση που ορίζεται ως σοβαρή αύξηση της αρτηριακής πίεσης (διαστολική αρτηριακή πίεση πάνω από 120 mmHg) που θέτει σε κίνδυνο το τοίχωμα των αρτηριών και συνδέεται με πολύ μεγάλη θνητότητα εάν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα. Υπερτασική κρίση μπορεί να εμφανίσει ακόμη και άτομο χωρίς γνωστό πρόβλημα υπέρτασης.
Ο όρος υπερτασική κρίση συχνά δημιουργεί σύγχυση διότι σε αυτή τη γενική έννοια περιλαμβάνονται οι όροι: επιταχυνόμενη υπέρταση, κακοήθης υπέρταση, υπερτασική εγκεφαλοπάθεια, παροξυσμική υπέρταση και αιχμή υπέρτασης.
Αιφνίδιες αυξήσεις της αρτηριακής πίεσης παρατηρούνται συχνά στους υπερτασικούς. Οι αιφνίδιες αυτές μεταβολές χαρακτηρίζονται μερικές φορές ως υπερτασικές κρίσεις και αντιμετωπίζονται επιθετικά από τον θεράποντα ιατρό. Τούτο όμως είναι δυνατόν να προκαλέσει σημαντική υπόταση και διαταραχές της αιμάτωσης των εγκεφαλικών ή των στεφανιαίων αγγείων.
Από την άλλη πλευρά όμως η παραμονή της αρτηριακής πίεσης σε υψηλά επίπεδα είναι δυνατόν να προκαλέσει επιπλοκές στα όργανα στόχους, επικίνδυνη για την ζωή του υπερτασικού.
Επιταχυνόμενη υπέρταση: Η συνεχής επιδείνωση προϋπάρχουσας υπέρτασης, ανθεκτικής μορφής με διαστολική πίεση >140 mmHg και αμφιβληστροειδοπάθεια 3ου βαθμού.
Κακοήθης υπέρταση: Διαστολική πίεση >140 mmHg με συνοδές βλάβες των οργάνων στόχων κυρίως των νεφρών και οίδημα της οπτικής θηλής.
Υπερτασική εγκεφαλοπάθεια: Μεγάλη αύξηση της αρτηριακής πίεσης σε συνδυασμό με διαταραχές εγκεφαλικής λειτουργίας (κεφαλαλγία, διαταραχές συνειδήσεως, διαταραχές οράσεως, λήθαργος, σπασμούς).
Παροξυσμική υπέρταση: Αιφνίδια άνοδος της αρτηριακής πίεσης η οποία μπορεί να οφείλεται σε οξύ αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, φαιοχρωμοκύτωμα, οξεία σπιραματονεφρίτιδα.
Υπερτασική κρίση: Η αιφνίδια αύξηση της διαστολικής πίεσης >140 mmHg που συνοδεύεται με βλάβη και δυσλειτουργία των οργάνων στόχων (ευρήματα από την οπτική θηλή, παθολογικά κλινικά συμπτώματα από την καρδιακή, εγκεφαλική και νεφρική λειτουργία).
Εκτίμηση της βαρύτητας
Η αρχική εκτίμηση του ασθενούς με υπερτασική κρίση γίνεται με πολύ προσοχή και σε σύντομο χρονικό διάστημα έτσι ώστε ν' αποφεύγονται οι καθυστερήσεις στη θεραπεία. Εκτιμάται το ιστορικό του ασθενούς, εάν είχε υπέρταση στο παρελθόν, εάν χρησιμοποιεί αντιυπερτασικά φάρμακα και εάν έχει εκδηλώσεις από τα όργανα στόχους που είναι η καρδιά και ο εγκέφαλος. Όσον αφορά τη φυσική εξέταση, γίνεται βυθοσκόπηση, νευρολογική και καρδιολογική εξέταση ενώ από εργαστηριακή σκοπιά εξετάζεται η κρεατινίνη αίματος, το σάκχαρο, ο αιματοκρίτης και ζητείται γενική ούρων, ακτινογραφία θώρακα, υπερηχοκαρδιογράφημα και ηλεκτροκαρδιογράφημα.
Αντιμετώπιση
Βασική αρχή στην αντιμετώπιση μιας υπερτασικής κρίσης είναι η προοδευτική μείωση της αρτηριακής πίεσης αφού η απότομη μείωση ελαττώνει την παροχή αίματος σε ζωτικά όργανα όπως ο εγκέφαλος και η καρδιά, με αποτέλεσμα την ισχαιμία αυτών των οργάνων με τις αντίστοιχες εκδηλώσεις (κεφαλαλγία και στηθάγχη).
Η χορήγηση νιφεδιπίνης (Adalat) ταχείας δράσεως υπογλωσσίως πρέπει να αποφεύγεται λόγω της αναφοράς πολλών περιστατικών αιφνίδιου εμφράγματος του μυοκαρδίου, ακόμη και θανάτων.
Η χορήγηση καπτοπρίλης από το στόμα αποτελεί ένα απλό και αποτελεσματικό τρόπο αντιμετώπισης της υπερτασικής κρίσης. Χορηγείται υπογλωσσίως ή μασιέται και καταπίνεται. Τα αποτελέσματα εμφανίζονται μετά από 10-30 λεπτά. Δεν πρέπει να χαρακτηρίζονται ως υπερτασικές κρίσεις οι μεταβολές του μεγέθους της ΑΠ κατά τις οποίες η διαστολική πίεση δεν είναι υψηλότερη των 30 mmHg και δεν εκδηλώνονται λειτουργικές διαταραχές των οργάνων στόχων που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Οι περιπτώσεις αυτές είναι γνωστές ως «αιχμές υπέρτασης» που τις περισσότερες φορές οφείλονται σε κακή θεραπευτική αγωγή. Σε ασθενείς με αιχμή υπέρτασης που διαπιστώνεται στο σπίτι, συνιστάται επανάληψη της Α.Π. σε χρονικό διάστημα 1-2 ωρών σε ήρεμο περιβάλλον.
Αν η Α.Π. παραμένει σε υψηλά επίπεδα η χορήγηση καπτοπρίλης έχει συνήθως πολύ καλά αποτελέσματα τα οποία είναι έκδηλα σε 15-30 λεπτά.
Επανέλεγχος της ΑΠ μετά από 4 ώρες όπως επίσης και τις επόμενες ημέρες έχει αποδειχθεί ότι είναι ο σωστός τρόπος αντιμετώπισης των καταστάσεων αυτών. Στις περιπτώσεις δε που η ΑΠ εξακολουθεί να παραμένει προβληματική, τροποποίηση του δοσολογικού σχήματος με την προσθήκη ενός δεύτερου ή τρίτου φαρμάκου είναι η θεραπευτική απάντηση συνήθως στις περιπτώσεις αυτές.
Αν και πάλι δεν επιτευχθεί ομαλοποίηση της ΑΠ τότε ίσως πρόκειται περί ανθεκτικής υπέρτασης και απαιτείται κλινικοεργαστηριακός έλεγχος και επανεκτίμηση της θεραπευτικής αγωγής.
Σημείωση
Επείγουσα υπέρταση
Η νιφεδιπίνη, υπογλώσσια ή από το στόμα, δεν πρέπει να χορηγείται για την αντιμετώπιση αιχμών πίεσης, δηλαδή παροδικών αυξήσεων της πίεσης σε υψηλά επίπεδα.
Επείγουσα αντιμετώπιση της υπέρτασης δικαιολογείται μόνον όταν απειλείται άμεση βλάβη ή επιδείνωση βλάβης που έχει ήδη προκληθεί σε όργανα που προσβάλλονται από την υπέρταση, όπως σε περιπτώσεις υπερτασικής εγκεφαλοπάθειας, ενδοκρανιακής αιμορραγίας, ασταθούς στηθάγχης, οξέος μυοκαρδιακού εμφράγματος, οξείας αριστερής καρδιακής ανεπάρκειας με πνευμονικό οίδημα, διαχωριστικού ανευρύσματος ή εκλαμψίας.
Στις περιπτώσεις αυτές, η αντιμετώπιση της υπέρτασης πρέπει να γίνεται με στάγδην ενδοφλέβια χορήγηση φαρμάκων, κάτω από στενή παρακολούθηση, μέσα στο νοσοκομείο.
Η κακοήθης φάση της υπέρτασης (αιμορραγίες και/ή πρόσφατα εξιδρώματα αμφιβληστροειδούς και/ή οίδημα οπτικής θηλής) πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά προτίμηση με αντιυπερτασικά φάρμακα από το στόμα, με σκοπό τη σταδιακή (μέσα σε ένα ή δυο εικοσιτετράωρα) και όχι απότομη μείωση της αρτηριακής πίεσης.
Αντιυπερτασική θεραπεία δεν πρέπει να εφαρμόζεται αμέσως μετά από ένα ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο, εκτός αν η αρτηριακή πίεση είναι υψηλότερη από 200/120 mmHg σε επανειλημμένες μετρήσεις, οπότε η ελάττωση της αρτηριακής πίεσης πρέπει να γίνεται με ήπιο τρόπο, με αντιυπερτασικά φάρμακα βραδείας δράσης κατά προτίμηση από το στόμα.