Θρομβολυτικά φάρμακα

Τα θρομβολυτικά φάρμακα χρησιμοποιούνται για να διαλύσουν τους φρέσκους θρόμβους που δημιουργούνται μέσα στα αγγεία. Χρησιμοποιήθηκαν ευρέως τη δεκαετία του 90, για τη θεραπεία του οξέος εμφράγματος μυοκαρδίου. Είναι γνωστό ότι το οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου οφείλεται σε θρόμβο που δημιουργείται γρήγορα μέσα στα στεφανιαία αγγεία της καρδιάς. Δεν χρησιμοποιούνται για όλα τα εμφράγματα αλλά μόνο για τα μεγάλα και ολικού πάχους τοιχώματος της καρδιάς, τα οποία παρουσιάζουν ανάσπαση του ST διαστήματος. Τα φάρμακα αυτά θεωρήθηκαν θαυματουργά αφού μείωσαν τη θνητότητα του εμφράγματος δραματικά.

Επίσης τα θρομβολυτικά φάρμακα χρησιμοποιούνται μερικές φορές στην σοβαρή πνευμονική εμβολή, με κίνδυνο θανάτου του ασθενή. Η πάθηση αυτή οφείλεται σε θρόμβους μέσα στα αγγεία των πνευμόνων.

Πρώτο ευρέως χρησιμοποιούμενο θρομβολυτικό φάρμακο ήταν η στρεπτοκινάση και εν συνεχεία χρησιμοποιήθηκαν αλτεπλάση, ρετεπλάση και τενεκτεπλάση.

Τα θρομβολυτικά φάρμακα θα πρέπει να χορηγηθούν για να είναι ωφέλιμα τις πρώτες 6 έως 12 ώρες μετά έμφραγμα.

Δυστυχώς είχαν μία σημαντική επιπλοκή την εγκεφαλική αιμορραγία που εμφανιζόταν σε ένα ποσοστό 1% των ασθενών που λάμβαναν τα φάρμακα αυτά, έτσι σήμερα η θρομβολυτική αγωγή μετά το 2000 έχει αντικατασταθεί από την επείγουσα αγγειοπλαστική η οποία γίνεται μέσα στο αιμοδυναμικό εργαστήριο και είναι πιο αποτελεσματική θεραπεία.

 Σπάνια σήμερα χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει η δυνατότητα αγγειοπλαστικής, όπως συμβαίνει όταν κάποιος παθαίνει έμφραγμα σε νησί ή σε δυσπρόσιτη περιοχή και δεν μπορεί να μεταφερθεί έγκαιρα σε νοσοκομείο που έχει τη δυνατότητα αγγειοπλαστικής.