Τάξη ΙΙΙ αντιαρρυθμικά φάρμακα

Αντιαρρυθμική δράση της τάξης ΙΙΙ έχουν κυρίως η αμιωδαρόνη και η σοταλόλη. Είναι τα μόνα αντιαρρυθμικά που έχουν ευρεία χρήση τόσο σε κολπικές όσο και σε κοιλιακές αρρυθμίες.

H αμιωδαρόνη είναι από τα ισχυρότερά αντιαρρυθμικά φάρμακα και μπορεί να είναι επιτυχής εκεί όπου όλα τα άλλα απέτυχαν. Οι συχνές και μερικές φορές επικίνδυνες ανεπιθύμητες ενέργειές της περιορίζουν τη χρήση της στις απειλητικές για τη ζωή αρρυθμίες, που είναι ανθεκτικές στα υπόλοιπα αντιαρρυθμικά. Πρέπει να σημειωθεί εντούτοις ότι οι ανεπιθύμητες ενέργειες από την καρδιά είναι σπανιότερες και ηπιότερες από των άλλων αντιαρρυθμικών. Έχει το πλεονέκτημα ότι προκαλεί ελάχιστη ή σχεδόν καθόλου καταστολή στο μυοκάρδιο άρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε καρδιακή ανεπάρκεια.

ΑΜΙΩΔΑΡΟΝΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ

Ενδείξεις: Θεραπεία των ταχυκαρδιών που συνοδεύουν το σύνδρομο Wolff-Parkinson-White, υπερκοιλιακές και κοιλιακές αρρυθμίες, ιδίως ανθεκτικές σε άλλα αντιαρρυθμικά. (παροξυσμική υπερκοιλιακή, κομβική και κοιλιακή ταχυκαρδία, πτερυγισμός, η μαρμαρυγή).

Αντενδείξεις: Σύνδρομο νοσούντος φλεβοκόμβου, φλεβοκομβική βραδυκαρδία, κολποκοιλιακός αποκλεισμός, κύηση, θηλασμός, διαταραχές του θυρεοειδή, υπερευαισθησία στο φάρμακο. Πρέπει να αποφεύγεται η ενδοφλέβια χορήγηση σε σοβαρή αναπνευστική ανεπάρκεια, σοβαρή αρτηριακή υπόταση και χορηγείται με προσοχή σε συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια.

Ανεπιθύμητες ενέργειες:

Ελαφρές: βραδυκαρδία, κεφαλαλγία, αρθραλγίες, γαστρεντερικές διαταραχές, μεταλλική γεύση, τρόμος, ίλιγγος, εφιάλτες, εναπόθεση λιποφουσκίνης στον κερατοειδή (υποχωρεί με τη διακοπή τον φαρμάκου), φωτοευαισθησία, εξανθήματα, κυανή χρώση δέρματος. Μέσης βαρύτητας: υπερθυρεοειδισμός, υποθυρεοειδισμός, νεφροπάθεια.

Βαριές (σπάνιες): σύνδρομο μακρού QT,πνευμονική ίνωση. Αλληλεπιδράσεις: Με β-αναστολείς, αναστολείς των διαύλων ασβεστίου ή αναστολείς της ΜΑΟ επιτείνεται η αρνητική δρομότροπη δράση της. Με αντιαρρυθμικά τάξης Ι αυξάνεται η πιθανότητα εκδήλωσης πολύμορφης κοιλιακής ταχυκαρδίας (λόγω παράτασης τον διαστήματος QT που προκαλούν και αυτά). Ενισχύει τη δράση της διγοξίνης και βαρφαρίνης. Επηρεάζει τις δοκιμασίες του θυρεοειδή.

Προσοχή στη χορήγηση: Στην εγκυμοσύνη. Σε χρόνια χορήγηση να αποφεύγεται η έκθεση στον ήλιο. Σε μακρόχρονη χορήγηση απαιτείται έλεγχος του ήπατος, και του θυρεοειδή. Η εκδήλωση πλήρους φαρμακολογικής δράσης σε χορήγηση από τον στόματος απαιτεί 2 περίπου εβδομάδες και διαρκεί 30-45 ημέρες μετά τη διακοπή της.

Σε ενδοφλέβια χορήγηση η δράση είναι ταχεία, αλλά δε συνοδεύεται από παράταση τον διαστήματος QT που είναι χαρακτηριστική της από του στόματος χορήγησης. Επίσης υπάρχει κίνδυνος καρδιακής ανεπάρκειας, που στην από τον στόματος χορήγηση εξισορροπείται από την περιφερική αγγειοδιασταλτική δράση τον φαρμάκού (μείωση μεταφορτίου).

Δοσολογία:

Από το στόμα: 200 mg ανά 8ωρο για 1 εβδομάδα, 200 mg ανά 12ωρο για μια ακόμη εβδομάδα. Η δόση συντήρησης είναι συνήθως 200 mg ημερησίως ή η ελάχιστη που απαιτείται για τον έλεγχο της αρρυθμίας.

Ενδοφλεβίως (σε επικίνδυνες αρρυθμίες): δόση εφόδου 5 mg/kg εντός 3 λεπτών. Στη συνέχεια 300 mg σε 250-500 ml ισότονο διαλύματος δεξτρόζης εντός 30-120 λεπτών.

Ιδιοσκευάσματα: ANGORON: tab 200 mg

ΣΟΤΑΛΟΛΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ

Ενδείξεις: Η κύρια ένδειξη σήμερα είναι η πρόληψη της κολπικής μαρμαρυγής

Προσοχή στη χορήγηση: Βλ. β-αναστολείς. Μείωση της δόσης σε νεφρική ανεπάρκεια.

Δασολογία: Αρρυθμίες: 120-240 mg την ημέρα, σε μια ή διαιρεμένες δόσεις.

Λοιπά: Βλ. β-αναστολείς.

Ιδιοσκευάσματα:

SOTALOL: tab 80 mg