Tαχυμυοκαρδιοπάθεια

Ο όρος ταχυμυοκαρδιοπάθεια που προκαλείται από ταχυκαρδία αναφέρεται σε εξασθένηση της λειτουργίας της αριστερής κοιλίας δευτερογενώς από τη χρόνια ταχυκαρδία, η οποία είναι μερικώς ή πλήρως αναστρέψιμη όταν ελεγχτεί η ταχυκαρδία.

Εμφανίζεται με συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας, όπως δύσπνοια και πρησμένα πόδια.

Ευάλωτοι είναι συνήθως ηλικιωμένοι που αναπτύσσουν κολπική μαρμαρυγή με ταχεία καρδιακή συχνότητα. Στα νεαρά άτομα είναι σπανιότερη και αφορά ταχυκαρδίες με συγγενή αίτια.

 Η ταχυμυοκαρδιοπάθεια που προκαλείται από ταχυκαρδία έχει αποδειχθεί ότι εμφανίζεται τόσο σε πειραματικά μοντέλα όσο και σε ασθενείς με αδιάκοπη ταχυαρρυθμία. Δεδομένα από αρκετές μελέτες και από αναφορές περιπτώσεων έδειξαν ότι ο έλεγχος του ρυθμού μέσω καρδιοανάταξης, βραδυκαρδιακών φαρμάκων ή και σε ακραίες περιπτώσεις με ηλεκτροφυσιολογικές αιματηρές τεχνικές, οδήγησαν σε σημαντική βελτίωση της συστολικής λειτουργίας. Η διάγνωση της καρδιομυοπάθειας που προκαλείται από ταχυκαρδία γίνεται συνήθως μετά από παρατήρηση σημαντικής βελτίωσης της συστολικής λειτουργίας της αριστεράς κοιλίας μετά την ομαλοποίηση του καρδιακού ρυθμού.

Οι γιατροί πρέπει να γνωρίζουν ότι οι ασθενείς με ανεξήγητη συστολική δυσλειτουργία μπορεί να έχουν καρδιομυοπάθεια που προκαλείται από ταχυκαρδία και ότι ο έλεγχος της αρρυθμίας μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση της καρδιακής λειτουργίας.